ἐρωή
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
ἡ, Ep.Noun (Hom. only in Il.), quick motion, rush, force, ἀνδρὸς ἐ. Il.3.62, cf. 14.488; mostly of things, δουρὸς ἐ. 15.358; βελέων ἐ. 4.542; λείπετο δουρὸς ἐ. a spear's throw behind, 23.529, cf. 21.251; λικμητῆρος ἐ. the force or swing of the winnower's (shovel), 13.590; ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων A.R.4.1657; πυρός AP9.490 (Heliod.).
2 impulse, desire, περὶ Κύπριν ἐ. ib.10.112, cf. Procl.H.3.10; γαστρὸς ἐ. Opp.C.3.175.
II c. gen. rei, drawing back from, rest from, πολέμου δ' οὐ γίγνετ' ἐ. Il.16.302, 17.761; μάχης Theoc.22.192; δακρύων Mosch.4.40: abs., escape,D.P.601.
German (Pape)
[Seite 1040] ἡ (s. das vorige Verbum), 1) jede rasche Bewegung, δούρατος ἐρωή, der Schwung, Wurf od. Andrang des Speeres, Il. 11, 357. 15, 358. 21, 251; βελέων, 4, 542. 17, 562 (in der Od. kommt das Wort nicht vor); sp. D., πετράων Ap. Rh. 4, 1637. – Daher λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb einen Speerwurf hinter dem M. zurück, Il. 23, 509. Auch von Menschen, λικμητῆρος ἐρωή, der Schwung des Worflers, Il. 13, 590; ἀνδρὸς ἐρωή, die Wucht des Mannes, die Kraft, 3, 62; vgl. ὁ δ' οὐχ ὑπέμεινεν ἐρωὴν Πηνελέωο 14, 488 u. Ap. Rh. 1, 384. – Dah. bei Sp. Hang, Trieb, Begier, ἡ περὶ Κύπριν Ep. ad. 444 (X, 1121; γαστρός Opp. Cyn. 3, 175. 266. – 2) das Zurückweichen, Ablassen, πολέμοιο, Rast, Ruhe vom Kampfe, Il. 16, 302. 17, 761 u. sp. D., μάχης Theocr. 22, 192, δακρύων Mosch. 4, 40; – das Entfliehen, D. Per. 601. – Nach E. M. auch das Zurückbleiben, τῶν πολεμίων.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 mouvement impétueux, impétuosité, élan : δουρός, βελέων, d'une javeline, de traits ; adv. • δουρὸς ἐρωήν IL à une portée de javeline ; ἐρωή λικμητῆρος IL mouvement du vanneur qui lance le grain avec la pelle;
2 retraite précipitée, fuite ; fig. cessation : πολέμου IL d'une guerre.
Étymologie: ῥώομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωή:
I ἡ [одного корня с ῥέω и ῥώομαι
1 напор, натиск (οὐχ ὑπομένειν ἐρωήν τινος Hom.);
2 быстрое движение, сила (размаха) (λικμητῆρος Hom.);
3 стремительный полет, стремительность (δούρατος, βελέων Hom.);
4 дальность полета (ὅσον ἐπὶ δουρὸς ἐ., sc. γίγνεται Hom.): λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν Hom. (Мерион) отстал от Менелая на бросок копья;
5 бурная страсть, вожделение (περὶ Κύπριν Anth.).
II ἡ [одного корня с ἐρωέω II] прекращение, затихание (μάχης Theocr.): πολέμου οὐ γίγνετ᾽ ἐ. Hom. сражение не утихало.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωή: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ταχεῖα κίνησις, ὁρμή, δύναμις, ὀφέλλει δ’ ἀνδρὸς ἐρωήν, «αὔξει δὲ τὴν τοῦ ἀνδρὸς δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Ξ. 488˙ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, δουρὸς ἐρωή, ὁρμή, Λ. 357, Ο. 358˙ ἐρωὴ βελέων Δ. 542, Ρ. 562˙ λείπετ’ ἀγακλῆος Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, «ἀφίστατο τοῦ ὑπερενδόξου Μενελάου δόρατος βολὴν» (Θ. Γαζῆς), Ψ. 529, πρβλ. Φ. 251˙ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ, καὶ τῇ τοῦ λικμῶντος ῥωμαλεότητι, Ν. 590˙ ἀλλ’ ἔχετ’ αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1657˙ πυρὸς Ἀνθ. Π. 9. 490. 2) ἐπιθυμία, ὁρμή, περὶ Κύπριν ἐρωὴ αὐτόθι 10. 112, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 175. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγματ., ἀποχώρησις από τινος, ἀποχή, ἡσυχία, ἀνάπαυσις, πολέμου δ’ οὐ γίγνετ’ ἐρωὴ Ἰλ. Π. 302, Ρ. 761˙ μάχης Θεόκρ. 22. 192˙ δακρύων Μόσχ. 4. 40˙ ἀπολ., διαφυγή, σωτηρία, οὐ γὰρ ἐρωὴ λυγροῖς ἐν στομάτεσσιν, «οὐδαμῶς γὰρ ἐκφυγεῖν ἔνεστι τὸ μέγα χάσμα τῶν στομάτων» (παράφρ.), Διον. Π. 601.
English (Autenrieth)
(cf. ῥέω, ῥώομαι): (1) rush, sweep, force in motion, Il. 3.62 ; ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ | γίγνεται, a spear's ‘throw,’ Il. 15.358, Il. 23.529.—(2) cessation; πολέμου, Π 3, Il. 17.761.
Greek Monolingual
ἐρωή, ἡ (Α)
1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» — η βολή του δόρατος, Ομ. Ιλ.)
2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.)
3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» — αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.)
4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ ἐρωὴ λυγροῖς ἐν στομάτεσσιν», Δίον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο εκδοχές ως προς την ετυμολογία της λ. Κατά την πρώτη, ανάγεται στον ΙΕ τ. rosa «υγρασία» και συνδέεται με το μσν. κάτω γερμ. rās «ισχυρό ρεύμα», το αγγλοσαξ. roēs «ρους» και το αρχ. ισλ. ras «ρους». Κατά τη δεύτερη εκδοχή, η λ. ανάγεται στον ΙΕ τ. rowa «ησυχία» και συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. ruowa «ησυχία», το αγγλοσαξ. row «ησυχία», το αρχ. ισλ. rō και το αρχ. ινδ. rāwa «ησυχία»].
Greek Monotonic
ἐρωή: ἡ, οποιαδήποτε γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως λέγεται για πράγματα, δουρός, βελέων ἐρ., στο ίδ.· λείπετο δουρὸς ἐρωήν, στο ίδ.· λικμητῆρος ἐρωή, η δύναμη ή η κίνηση του λιχνιστή (δηλ. του φτυαριού του), στο ίδ.
II. με γεν. πράγμ., αποχώρηση από, αποχή, ανάπαυση από, πολέμου, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. rush, impulse, force, throw, in the Il. mostly of spears (δουρός, βελέων ἐ.), also of men (ἀνδρός, λικμητῆρος, Πηνελέοιο), after Hom. of other objects (πετράων A. R. 4, 1657, πυρός AP 9, 490, γαστρός Opp. K. 3, 175, περὶ Κύπριν AP 10, 112). 2. withdrawal, rest, in the Il. of battle (πολέμου Π 302, Ρ 761), thus Theoc. 22, 192 (μάχης), also δακρύων (Mosch. 4, 40) and absolute rescue (D. P. 601).
Derivatives: Beside it ἐρωέω, aor. ἐρωῆσαι 1. intr. draw back, withdraw, leave, rest from, also with ἀπ-, ἐξ-, ὑπ-, mostly with ablat. gen. πολέμοιο, χάρμης (Il.), καμάτοιο (h. Cer. 301) a. o., also absol. escape a disease (Nic.); 2. trans. force back, push back (Ν 57, Theoc., Call.), also quit (Theoc.); also of blood αἶμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί (Α 303 = π 441), translated with flow, stream. - From ἐρωέω: ἐρωΐα f. respite, rest (Theoc. 30, 9); from ἀπερωέω: ἀπερωεύς who hinders, who frustrates (ἐμῶν μενέων Θ 361; diff. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 29).
Origin: IE [Indo-European] [338] *h₁reh₁-u̯- rest, and?
Etymology: Since Fick KZ 22, 375 two homonyms are distinguished. 1. ἐρωή Schwung etc. with ἐρωέω flow, stream (Α 303 = π 441) from IE. *rōs-ā́ in Germ., MLG. rās n. strong flow, OE. ræs m. run, attack, ON rās f. run, IE. *rēs-o-, -ā; ON rasa fall down with ras n. falling down, NHG rasen, IE *rǝs-; cf. Persson KZ 48, 132f. Lat. rōrāriī pl. lightly armed skirmishers, who start battle with slings from *rōsā Schwung, throw = ἐρωή. - 2. ἐρωή rest with ἐρωέω rest etc. from IE *rōu̯ā́ = Germ., OHG ruowa, OE row, ON rō f. rest; beside OHG rāwa id., IE *rēu̯ā; other, partly doubtful connections in WP. 1, 149ff. and. 1, 144, Pok. 336, 338. - This presentation must be controlled; note that ἐρωή Schwung etc. and the verb ἐρωέω rest etc. is much more frquent than ἐρωή rest and notably ἐρωέω streamen (?). - To be rejected Boßhardt l. c.: ἐρωή rest to ἐρύκω, ἐρύω, ἐρύομαι and zu ἐρητύω.
Middle Liddell
ἐρωή, ἡ,
I. any quick motion, rush, force, Il.; mostly of things, δουρός, βελέων ἐρ. Il.; λείπετο δουρὸς ἐρωήν war left a spear's throw behind, Il.; λικμητῆρος ἐρωή the force or swing of the winnower's (shovel), Il.
II. c. gen. rei, a drawing back from, rest from, πολέμου Il.
Frisk Etymology German
ἐρωή: {erōḗ}
Grammar: f.
Meaning: 1. Schwung, Andrang, Wurf, Gewalt, in d. Il. gewöhnlich von Speeren (δουρός, βελέων ἐ.), auch von Männern (ἀνδρός, λικμητῆρος, Πηνελέοιο), nachhom. von anderen Gegenständen (πετράων A. R. 4, 1657, πυρός AP 9, 490, γαστρός Opp. K. 3, 175, περὶ Κύπριν AP 10, 112). 2. Nachlassen, Rast, Ruhe, in d. Il. vom Kampf (πολέμου Π 302, Ρ 761), ebenso Theok. 22, 192 (μάχης), auch δακρύων (Mosch. 4, 40) und absolut Rettung (D. P. 601).
Derivative: Daneben ἐρωέω,Aor. ἐρωῆσαι 1. intr. zurückweichen vor, zurückbleiben, nachlassen, ausruhen, auch mit ἀπ-, ἐξ-, ὑπ-, gewöhnlich mit ablat. Gen. πολέμοιο, χάρμης (Il.), καμάτοιο (h. Cer. 301) u. a., auch absol. einer Krankheit entgehen (Nik.); 2. trans. zurückstoßen, wegdrängen, hemmen (Ν 57, Theok., Kall. u. a.), auch verlassen (Theok.); außerdem vom Blut αἶμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί (Α 303 = π 441), mit fließen, strömen übersetzt.
Etymology: Von ἐρωέω: ἐρωΐα f. Aufschub, Frist (Theok. 30, 9); von ἀπερωέω: ἀπερωεύς Verhinderer, Vereitler (ἐμῶν μενέων Θ 361; anders Boßhardt Die Nomina auf -ευς 29). Seit Fick KZ 22, 375 werden zwei Homonyme auseinandergehalten. 1. ἐρωή Schwung mit ἐρωέω fließen, strömen (Α 303 = π 441) aus idg. *rōs-ā́ zu germ., mndd. rās n. heftige Strömung, ags. rǣs m. Lauf, Anfall, anord. rās f. Lauf, idg. *rēs-o-, -ā; anord. rasa einstürzen mit ras n. Einsturz, nhd. rasen, idg. *rəs-; dazu noch nach Persson KZ 48, 132f. lat. rōrāriī pl. leicht bewaffnete Plänkler, die mit Schleudern den Kampf einleiteten von *rōsā Schwung, Wurf = ἐρωή. — 2. ἐρωή Rast, Ruhe mit ἐρωέω nachlassen, ausruhen aus idg. *rōu̯ā́ = germ., ahd. ruowa, ags. row, anord. rō f. Ruhe; daneben ahd. rāwa ib., idg. *rēu̯ā; weitere, z. T. sehr anfechtbare Anknüpfungen bei WP. 1, 149ff. bzw. 1, 144, Pok. 336, 338. — Diese Gruppierung bedarf einer erneuten Prüfung; zu beachten ist dabei, daß das Nomen ἐρωή Schwung und das Verb ἐρωέω zurückweichen an Häufigkeit ἐρωή Ruhe und ganz besonders ἐρωέω ‘strömen (?)’ weit übertreffen. Es ist auch zu erwägen, ob nicht ἐρωέω ein intensives Deverbativum wie z. B. ὠθέω (Schwyzer 720) sein kann mit der Möglichkeit, ἐρωή teilweise als Rückbildung aufzufassen. — Abzulehnen Boßhardt a. a. O.: ἐρωή das Abhalten zu ἐρύκω, ἐρύω, ἐρύομαι und zu ἐρητύω.
Page 1,573