сила
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
Russian > Greek
πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, δυνατόν, ἐνέργεια, ἀρετή, ἱκανότης, βία, βίη, ἁδροτής, μυελός, μύελος, ἀλκή, ἀλκά, ἐρωή, ὅρμημα, ἦτορ, κραταιΐς, ἰσχυρόν, ῥώμη, ῥώμα, εὐρωστία, ἰσχύς, κῖκυς, κράτος, δύναμις, σθένος, σφοδρόν, εὐτονία, λῆμα, λᾶμα, καρτερόν, σφοδρότης, νεῦρον, βάρος, εὐκαιρία, ἰσχυρά, εὐεξία, ἀκμή, ἴς, τόνος, ῥύμη, μέγεθος