νευρόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrospastos
|Transliteration C=nevrospastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Definition=νευρόσπαστον, ([[σπάω]]) [[drawn by strings]], <b class="b3">ἀγάλματα ν.</b> puppets [[moved by strings]], [[Herodotus|Hdt.]]2.48; τὰ νευρόσπαστα [[puppets]], X.''Smp.''4.55, Luc.''Syr.D.''16, etc.
|Definition=[[νευρόσπαστον]], ([[σπάω]]) [[drawn by strings]], [[νευρόσπαστα ἀγάλματα]] = [[puppet]]s [[moved by strings]], [[Herodotus|Hdt.]]2.48; τὰ [[νευρόσπαστα]] = [[puppets]], X.''Smp.''4.55, Luc.''Syr.D.''16, etc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[σπάω]].
|btext=ος, ον :<br />mû par des fils ; τὰ [[νευρόσπαστα]] sorte de [[marionnettes]].<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[σπάω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>durch [[Sehnen]] [[gezogen]]</i>; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2.48, <i>durch [[Sehnen]] in [[Bewegung]] gesetzte [[Gliederpuppen]]</i>; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. <i>Symp</i>. 4.55, <i>[[Marionetten]]-</i> und [[vielleicht]] überhaupt <i>[[Taschenspielerkünste]]</i>, vgl. c. 2, wo θαύματα [[entspricht]], Luc. <i>Dea Syr</i>. 16, und [[oben]] [[νευρόσπασμα]].
|ptext=<i>durch [[Sehnen]] [[gezogen]]</i>; [[νευρόσπαστα ἀγάλματα]], Her. 2.48, <i>durch [[Sehnen]] in [[Bewegung]] gesetzte [[Gliederpuppen]]</i>; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. <i>Symp</i>. 4.55, <i>[[Marionetten]]-</i> und [[vielleicht]] überhaupt <i>[[Taschenspielerkünste]]</i>, vgl. c. 2, wo θαύματα [[entspricht]], Luc. <i>Dea Syr</i>. 16, und [[oben]] [[νευρόσπασμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νευρόσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''νευρόσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νευρό-σπαστος, ον, [[σπάω]]<br />[[drawn]] by strings, moved by strings, of puppets, Hdt., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[moved by strings]]
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό [[νεῦρον]] + [[σπάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό [[νεῦρον]] + [[σπάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:01, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπαστος Medium diacritics: νευρόσπαστος Low diacritics: νευρόσπαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróspastos Transliteration B: neurospastos Transliteration C: nevrospastos Beta Code: neuro/spastos

English (LSJ)

νευρόσπαστον, (σπάω) drawn by strings, νευρόσπαστα ἀγάλματα = puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα = puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.

German (Pape)

durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2.48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Symp. 4.55, Marionetten- und vielleicht überhaupt Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo θαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, und oben νευρόσπασμα.

Russian (Dvoretsky)

νευρόσπαστος: приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνόσπαστος, λυκόσπαστος].

Greek Monotonic

νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.

Mantoulidis Etymological

(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό νεῦρον + σπάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.