σκευοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "( " to "(")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = [[σκευάζω]], mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ [[πρᾶγμα]] u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Übh. = [[σκευάζω]], mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ [[πρᾶγμα]] u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 06:35, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποιέω Medium diacritics: σκευοποιέω Low diacritics: σκευοποιέω Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: skeuopoiéō Transliteration B: skeuopoieō Transliteration C: skevopoieo Beta Code: skeuopoie/w

English (LSJ)

A fabricate, (ὄργανα) Plu.Marc.16 (Pass.); ῥυτόν Ath. 11.497b (Pass.).
II esp. prepare by art or cunning, σ. τὰς ὄψεις, of women painting their faces, Alex.98.[27]; σ. διαθήκας forge a will, Is.Fr.8, cf. Fr.89, Hyp.Fr.124:—Pass., to be tricked out, disguised, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Plu.2.59b.

German (Pape)

[Seite 894] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Übh. = σκευάζω, mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.

French (Bailly abrégé)

σκευοποιῶ :
fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;
Moy. σκευοποιέομαι, σκευοποιοῦμαι se parer de, τινι.
Étymologie: σκευοποιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευοποιέω [σκευοποιός] vervaardigen (spec. werktuigen).

Russian (Dvoretsky)

σκευοποιέω:
1 изготовлять, делать (ὄργανα Plut.);
2 наряжать, одевать: τοῖς συμβόλοις τινός σκευοποιεῖσθαι Plut. надевать на себя чей-л. наряд.

Greek Monotonic

σκευοποιέω: μέλ. -ήσω (σκευοποιός), κατασκευάζω, φτιάχνω, επινοώ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποιέω: κατασκευάζω, ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, παρασκευάζω διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην γράφω, πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, ἀλλάσσω ἔνδυμα, μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. σκευωρέομαι II.

Middle Liddell

σκευοποιέω, fut. -ήσω σκευοποιός
to fabricate, Plut.