σκευώρημα: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevorima
|Transliteration C=skevorima
|Beta Code=skeuw/rhma
|Beta Code=skeuw/rhma
|Definition=-ατος, τό, [[fabrication]], [[fraud]], D.36.33, 41.24.
|Definition=σκευωρήματος, τό, [[fabrication]], [[fraud]], D.36.33, 41.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκευώρημα:''' ατος τό происки, махинации, обман Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.
|elrutext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος τό [[происки]], [[махинации]], [[обман]] Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκαιώρημα]], -ατος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῦμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]].
|mltxt=και [[σκαιώρημα]], σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῦμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευώρημα:''' -ατος, τό, [[τέχνασμα]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], σε Δημ.
|lsmtext='''σκευώρημα:''' σκευωρήματος, τό, [[τέχνασμα]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκευώρημα]], ατος, τό, [from [[σκευωρέομαι]]<br />a [[fabrication]], [[fraud]], Dem.
|mdlsjtxt=[[σκευώρημα]], σκευωρήματος, τό, [from [[σκευωρέομαι]]<br />a [[fabrication]], [[fraud]], Dem.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[concoction]], [[fabrication]], [[anything spurious]], [[what is concocted]]
|woodrun=[[concoction]], [[fabrication]], [[anything spurious]], [[what is concocted]]
}}
}}

Latest revision as of 14:01, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευώρημα Medium diacritics: σκευώρημα Low diacritics: σκευώρημα Capitals: ΣΚΕΥΩΡΗΜΑ
Transliteration A: skeuṓrēma Transliteration B: skeuōrēma Transliteration C: skevorima Beta Code: skeuw/rhma

English (LSJ)

σκευωρήματος, τό, fabrication, fraud, D.36.33, 41.24.

German (Pape)

[Seite 894] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Russian (Dvoretsky)

σκευώρημα: σκευωρήματος τό происки, махинации, обман Dem.: τὸ σ. τῆς δόξης Plut. плод воображения, вымысел.

Greek (Liddell-Scott)

σκευώρημα: τό, ἐπινόημα, τέχνασμα, ἀπάτη, Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάσμα, κακουργία, κατασκευή, τὸ γινόμενον κατασκεύασμα εἰς βλάβην».

Greek Monolingual

και σκαιώρημα, σκευωρήματος, τὸ, ΜΑ σκευωροῦμαι
πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία.

Greek Monotonic

σκευώρημα: σκευωρήματος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.

Middle Liddell

σκευώρημα, σκευωρήματος, τό, [from σκευωρέομαι
a fabrication, fraud, Dem.

English (Woodhouse)

concoction, fabrication, anything spurious, what is concocted

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)