ἐπίτροχος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitrochos
|Transliteration C=epitrochos
|Beta Code=e)pi/troxos
|Beta Code=e)pi/troxos
|Definition=ἐπίτροχον, [[running easily]], [[easily inclined]], ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.''Art.''14; <b class="b3">περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι</b> walks [[which break into a run]], Aret.''CD''1.3; <b class="b3">βλέφαρον οὐκ ἐ.</b> not very [[mobile]], Id.''SD''1.7: metaph., [[tripping]], μέλη Hld.4.17; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15; [[voluble]], [[glib]], στωμύλα καὶ ἐ. λαλεῖν Luc.''DDeor.''7.3; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.''Nec.''7. Adv. [[ἐπιτρόχως]], φθέγγεσθαι Ael.''NA''7.7.
|Definition=ἐπίτροχον, [[running easily]], [[easily inclined]], ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.''Art.''14; <b class="b3">περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι</b> [[walk]]s [[which break into a run]], Aret.''CD''1.3; <b class="b3">βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον</b> not very [[mobile]], Id.''SD''1.7: metaph., [[tripping]], μέλη ἐπίτροχα Hld.4.17; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15; [[voluble]], [[glib]], στωμύλα καὶ ἐπίτροχα λαλεῖν Luc.''DDeor.''7.3; ἐ. καὶ ἀσαφὲς [[φθέγγεσθαι]] Id.''Nec.''7. Adv. [[ἐπιτρόχως]], φθέγγεσθαι Ael.''NA''7.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] = [[ἐπιτρόχαλος]], eilig, schnell, geläufig, [[μέλος]] Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., [[κόραξ]] ἐπιτρόχως καὶ [[ταχέως]] φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] = [[ἐπιτρόχαλος]], [[eilig]], [[schnell]], [[geläufig]], [[μέλος]] Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., [[κόραξ]] ἐπιτρόχως καὶ [[ταχέως]] φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:10, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτροχος Medium diacritics: ἐπίτροχος Low diacritics: επίτροχος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: epítrochos Transliteration B: epitrochos Transliteration C: epitrochos Beta Code: e)pi/troxos

English (LSJ)

ἐπίτροχον, running easily, easily inclined, ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον not very mobile, Id.SD1.7: metaph., tripping, μέλη ἐπίτροχα Hld.4.17; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15; voluble, glib, στωμύλα καὶ ἐπίτροχα λαλεῖν Luc.DDeor.7.3; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7. Adv. ἐπιτρόχως, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7.

German (Pape)

[Seite 997] = ἐπιτρόχαλος, eilig, schnell, geläufig, μέλος Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., κόραξ ἐπιτρόχως καὶ ταχέως φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court rapidement, rapide, bref.
Étymologie: ἐπιτρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτροχος: быстрый, торопливый: ἐπίτροχον λαλεῖν Luc. быстро лепетать.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτροχος: -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ἐπίφορος· μεταφ., ταχύς, γοργός, μέλη, ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, ταχέως λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».

Greek Monolingual

ἐπίτροχος, -ον (AM) τροχός
μσν.
αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)
2. γρήγορος, γοργός
3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῦ καὶ λαλοῦν τος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).
επίρρ...
ἐπιτρόχως
ταχέως, γοργά, γρήγορα.

Greek Monotonic

ἐπίτροχος: -ον (ἐπιτρέχω), ευφραδής, φλύαρος, ετοιμόλογος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπίτροχος, ον ἐπιτρέχω
voluble, glib, Luc.