παρακαταπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -καταπήξω<br />to [[drive]] in alongside, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -καταπήξω<br />to [[drive]] in alongside, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[iuxta defigere]]'', to [[plant close by]]; [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.90.2/ 4.90.2], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> παραπηγνύντες].
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταπήγνυμι Medium diacritics: παρακαταπήγνυμι Low diacritics: παρακαταπήγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parakatapḗgnymi Transliteration B: parakatapēgnymi Transliteration C: parakatapignymi Beta Code: parakataph/gnumi

English (LSJ)

drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr. HP 8.3.2.

German (Pape)

[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταπήγνῡμι in de grond slaan naast.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταπήγνῡμι: вколачивать рядом или вдоль (σταυρούς Thuc.).

Greek Monolingual

Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταπήγνυμι: μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω παράλληλα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.

Middle Liddell

fut. -καταπήξω
to drive in alongside, Thuc.

Lexicon Thucydideum

iuxta defigere, to plant close by; 4.90.2, [nonnulli codd. several manuscripts παραπηγνύντες].