καταχράω: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=only in ionic writers in 3rd sg.<br />ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the [[mane]] sufficed them for a [[crest]], Hdt.:—impers., [[οὐδέ]] οἱ καταχρήσει [[ὑμέων]] ἀπέχεσθαι nor [[will]] it [[suffice]] him to [[keep]] his hands off you, Hdt. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. impers. 3ᵉ sg. prés.</i> • καταχρᾷ, <i>impf.</i> • κατέχρα, <i>f.</i> • καταχρήσει;<br />[[suffire]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χράω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. impers. 3ᵉ sg. prés.</i> • καταχρᾷ, <i>impf.</i> • κατέχρα, <i>f.</i> • καταχρήσει;<br />[[suffire]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χράω]]. | ||
Line 6: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταχράω:''' (только 3 л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) быть достаточным: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой. | |elrutext='''καταχράω:''' (только 3 л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) [[быть достаточным]]: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-χράω, Ion. praes. 3 sing. καταχρᾷ, imperf. 3 sing. κατέχρα, voldoende zijn:; ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα als helmbos volstonden de manen Hdt. 7.70.2; meestal onpers met dat. en inf.: het is voldoende (voor iem.). οὐδέ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι hij zal er niet tevreden mee zijn jullie te sparen Hdt. 4.118.3 | |elnltext=κατα-χράω, Ion. praes. 3 sing. καταχρᾷ, imperf. 3 sing. κατέχρα, [[voldoende zijn]]:; ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα als helmbos volstonden de manen Hdt. 7.70.2; meestal onpers met dat. en inf.: het is voldoende (voor iem.). οὐδέ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι hij zal er niet tevreden mee zijn jullie te sparen Hdt. 4.118.3. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 17 November 2024
Middle Liddell
only in ionic writers in 3rd sg.
ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane sufficed them for a crest, Hdt.:—impers., οὐδέ οἱ καταχρήσει ὑμέων ἀπέχεσθαι nor will it suffice him to keep his hands off you, Hdt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. impers. 3ᵉ sg. prés. • καταχρᾷ, impf. • κατέχρα, f. • καταχρήσει;
suffire.
Étymologie: κατά, χράω.
German (Pape)
(χράω),
1 act. nur in der 3. pers.; Her. 1.164 καταχρᾷ, es ist genug, reicht aus; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς 7.70, die Mähne diente statt des Helmbusches; καταχρήσει 4.118, öfter; δός τι καὶ καταχρήσει Phoenix bei Ath. VIII.360a.
2 med. (vgl. χράομαι), brauchen, gebrauchen zu Etwas; Plat. oft, εἴς τι, ἐπινοῶν εἰς τὴν αὑτοῦ ποίησιν καταχρήσασθαι τῷ λόγῳ Critia. 113a, wie Legg. III.700b; οὐ δεῖ τῷ πιστευθῆναι εἰς τὸ μεῖζον δύνασθαι κακουργεῖν καταχρῆσθαι Dem. 19.277; κατεχρῶντο τούτοις σύμπασιν ἐπὶ φιλοσοφίαν Plat. Polit. 272c; πρός τινας Symp. 187c, Crat. 426e; ἐν καιρῷ πράξεσιν Isocr. 4.9; ἐμπειρίαις 174; κενῇ προφάσει κατεχρῶ Dem. 18.150; öfter λόγῳ, einen Vorwand brauchen, vorgeben, sagen; auch ohne λόγῳ, οἵτινες κατεχρῶντο ὡς τῷ Πολέμωνι οὐδεμία γένοιτο ἀδελφή 43.39, vgl. 48.44. – Oft auch = einen schlechten Gebrauch von Etwas machen, mißbrauchen, bes. Sp.; DS. 20.101; Luc. luct. 20; NT; ὀνόματι, ein Wort in uneigentlicher Bedeutung brauchen, Strab. 5.1.2 und Gramm.; – verbrauchen, aufbrauchen, τῇ τῶν προγόνων δόξῃ μὴ καταχρησόμενοι μηδ' ἀναλώσοντες αὐτήν, wo es auch mißbrauchen sein kann, Plat. Menex. 247a; τί, Lys. 19.22; so steht auch das perf. in pass. Bdtg, τὰ μέγιστα κατακέχρηται, im Gegensatz von μικρὰ παραλελεῖφθαι, Isocr. 4.74; Sp. – Umbringen, niedermachen, töten, τὸν παῖδα Her. 1.117, ἑωυτόν 1.82; pass., καταχρησθῆναι 9.120; auch Sp., καταχρήσασθαι τὰ δουλικὰ σώματα Pol. 1.85.1. – Allgemeiner, οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾶς, ἀλλὰ καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι, macht mit mir, was ihr wollt, bestraft mich, Aesch. 1.122.
3 (κίχρημι) sich leihen, τὰ ὀφειλόμενα καὶ εἰς ὅ τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο Dem. 49.4, vgl. 47.50.
Russian (Dvoretsky)
καταχράω: (только 3 л. sing. impers.; impf. κατέχρᾱ, fut. καταχρήσει) быть достаточным: καταχρᾷ Her. достаточно; ἀντὶ λόφον ἡ λοφιὴ κατέχρα αὐτοῖς Her. вместо султана они довольствовались (конской) гривой.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χράω, Ion. praes. 3 sing. καταχρᾷ, imperf. 3 sing. κατέχρα, voldoende zijn:; ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα als helmbos volstonden de manen Hdt. 7.70.2; meestal onpers met dat. en inf.: het is voldoende (voor iem.). οὐδέ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι hij zal er niet tevreden mee zijn jullie te sparen Hdt. 4.118.3.