ἀπόμουσος: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apomousos | |Transliteration C=apomousos | ||
|Beta Code=a)po/mousos | |Beta Code=a)po/mousos | ||
|Definition=ἀπόμουσον, [[away from the Muses]], [[untutored]], [[rude]], [[Euripides|E.]] | |Definition=ἀπόμουσον, [[away from the Muses]], [[untutored]], [[rude]], [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1089. Adv., <b class="b3">κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος</b> wast [[unfavourably]] painted, A.''Ag.''801. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:47, 20 December 2024
English (LSJ)
ἀπόμουσον, away from the Muses, untutored, rude, E.Med. 1089. Adv., κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος wast unfavourably painted, A.Ag.801.
Spanish (DGE)
-ον
1 no inspirado, inculto (γένος) οὐκ ἀ. τὸ γυναικῶν E.Med.1089.
2 adv. -ως sin arte fig. κάρτ' ἀ. ἦσθα γεγραμμένος con muy poco arte te había pintado A.A.801.
German (Pape)
[Seite 315] (Μοῦσα), = ἄμουσος, ohne Musen, ungebildet, Eur. Med. 1088. – Adv. ἀπομούσως, Aesch. Ag. 775.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
étranger aux muses, grossier.
Étymologie: ἀπό, μοῦσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόμουσος: чуждый музам, грубый Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμουσος: -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, ἄμουσος, ἀπαίδευτος, ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
Greek Monolingual
ἀπόμουσος, -ον (Α) μούσα
άμουσος, απαίδευτος.
Greek Monotonic
ἀπόμουσος: -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από τις Μούσες, άμουσος, απαίδευτος, ατάλαντος, αγροίκος, σε Ευρ.· επίρρ., ἀπομούσως, δυσμενώς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
away from the Muses, unaccomplished, rude, Eur.:—adv., ἀπομούσως unfavourably, Aesch.