ἐνδεικτικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ret. [[probativo]] uno de los varios tipos de diálogo platónico, p. ej. el Protágoras, D.L.3.51, cf. 49.<br /><b class="num">2</b> [[indicativo]] [[ἐνδεικτικὸν σημεῖον]] = [[signo indicativo]] op. [[ὑπομνηστικὸν σημεῖον]] ‘[[signo recordatorio]]’ en la fil. estoica, S.E.<i>P</i>.2.100, c. gen. obj. σωτηρίας ἐ. σημεῖα Gal.9.611, cf. Aristid.Quint.128.4, Apoll.<i>Mt</i>.53.11, τῆς θείας μεγαλωσύνης Gr.Nyss.<i>Ref.Eun</i>.365.8, cf. Chrys.M.60.552, <i>Cat.Eu.Matt</i>.26.41 (add. p. 495).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐνδεικτικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[indicativa]], [[mostrativamente]] ἐνδεικτικῶς [[τεκμαίρεσθαι]] Gal.11.791, cf. 7.282, S.E.<i>M</i>.8.155, 289.<br /><b class="num">2</b> [[prescriptivamente]] διδάξαι ... οὐκ [[ἀπαγορευτικῶς]] μόνον ἀλλ' ἐνδεικτικῶς Aristeas 131.
|dgtxt=ἐνδεικτική, ἐνδεικτικόν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ret. [[probativo]] uno de los varios tipos de diálogo platónico, p. ej. el Protágoras, D.L.3.51, cf. 49.<br /><b class="num">2</b> [[indicativo]] [[ἐνδεικτικὸν σημεῖον]] = [[signo indicativo]] op. [[ὑπομνηστικὸν σημεῖον]] ‘[[signo recordatorio]]’ en la fil. estoica, S.E.<i>P</i>.2.100, c. gen. obj. σωτηρίας ἐ. σημεῖα Gal.9.611, cf. Aristid.Quint.128.4, Apoll.<i>Mt</i>.53.11, τῆς θείας μεγαλωσύνης Gr.Nyss.<i>Ref.Eun</i>.365.8, cf. Chrys.M.60.552, <i>Cat.Eu.Matt</i>.26.41 (add. p. 495).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐνδεικτικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[indicativa]], [[mostrativamente]] ἐνδεικτικῶς [[τεκμαίρεσθαι]] Gal.11.791, cf. 7.282, S.E.<i>M</i>.8.155, 289.<br /><b class="num">2</b> [[prescriptivamente]] διδάξαι ... οὐκ [[ἀπαγορευτικῶς]] μόνον ἀλλ' ἐνδεικτικῶς Aristeas 131.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ή, όν, anzeigend, τινός, Gal.; auch = anklagend, D. L. 3, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0832.png Seite 832]] ή, όν, [[anzeigend]], τινός, Gal.; auch = [[anklagend]], D. L. 3, 51.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 06:35, 7 January 2025

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδεικτικός Medium diacritics: ἐνδεικτικός Low diacritics: ενδεικτικός Capitals: ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: endeiktikós Transliteration B: endeiktikos Transliteration C: endeiktikos Beta Code: e)ndeiktiko/s

English (LSJ)

ἐνδεικτική, ἐνδεικτικόν,
A probative, as the Protag. of Plato, D.L.3.51.
II indicative, Gal.Phil.Hist.9, S.E.P.2.100, etc. Adv. ἐνδεικτικῶς = indicatively Id.M.8.155,289, Gal.10.928, al.

Spanish (DGE)

ἐνδεικτική, ἐνδεικτικόν
I 1ret. probativo uno de los varios tipos de diálogo platónico, p. ej. el Protágoras, D.L.3.51, cf. 49.
2 indicativo ἐνδεικτικὸν σημεῖον = signo indicativo op. ὑπομνηστικὸν σημεῖονsigno recordatorio’ en la fil. estoica, S.E.P.2.100, c. gen. obj. σωτηρίας ἐ. σημεῖα Gal.9.611, cf. Aristid.Quint.128.4, Apoll.Mt.53.11, τῆς θείας μεγαλωσύνης Gr.Nyss.Ref.Eun.365.8, cf. Chrys.M.60.552, Cat.Eu.Matt.26.41 (add. p. 495).
II adv. ἐνδεικτικῶς
1 indicativa, mostrativamente ἐνδεικτικῶς τεκμαίρεσθαι Gal.11.791, cf. 7.282, S.E.M.8.155, 289.
2 prescriptivamente διδάξαι ... οὐκ ἀπαγορευτικῶς μόνον ἀλλ' ἐνδεικτικῶς Aristeas 131.

German (Pape)

[Seite 832] ή, όν, anzeigend, τινός, Gal.; auch = anklagend, D. L. 3, 51.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδεικτικός: развивающий доказательства, доказывающий (διάλογος Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδεικτικός: -ή, -όν, ἀποδεικτικός, ὡς ὁ Πρωταγ. τοῦ Πλάτ., ὅστις ἐπικαλεῖται καὶ ἐνδεικτικός, Διογ. Λ. 3. 51. ΙΙ. δεικτικός, δεικνύων τι, τινὸς Γαλην. 2. 25C, 253A, Πολυδ. Δ΄, 96. - Ἐπίρρ. ἐνδεικτικῶς, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 628Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνδεικτικός, -ή, -όν)
αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν»)
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό
σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο δηλώνει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδεικτικά
τα άκρα εμβόλων ναυτικού σχοινιού
αρχ.
αποδεικτικός.
επίρρ...
ενδεικτικά και ενδεικτικώς (AM ἐνδεικτικῶς)
για να παρασχεθούν ενδείξεις από τον ομιλητή ή τον γράφοντα («ενδεικτικώς αναφέρω τα εξής»).