ἄνδιχα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.
}}
{{ls
|lstext='''ἄνδῐχα''': ἐπίρρ. (ἀνὰ-[[δίχα]]) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] [[ἄνδιχα]] πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· [[ἄνδιχα]] πάντα [[δάσασθαι]], διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ [[ἀμμίγδην]], Νικ. Θ. 912· πρβλ. [[διάνδιχα]]: - [[ὡσαύτως]], χωριστά, [[ἄνδιχα]] [[ἀλλήλων]] Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ [[ἀμφίς]], [[χωρίς]], [[ἄνδιχα]] δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.
}}
}}

Revision as of 09:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνδῐχα Medium diacritics: ἄνδιχα Low diacritics: άνδιχα Capitals: ΑΝΔΙΧΑ
Transliteration A: ándicha Transliteration B: andicha Transliteration C: andicha Beta Code: a)/ndixa

English (LSJ)

Adv., (ἀνά, δίχα)

   A asunder, in twain, ἡ δ' [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511; opp. ἀμμίγδην, Nic.Th.912; far away, A.R.4.31.    2 as Prep., c. gen., apart from, A.R.1.908, 2.927; ἀλλήλων AP5.4 (Stat. Flacc.):—hence ἀνδιχάζω, to be divided in opinion, of judges, IG9(1).333 (Locr.).

German (Pape)

[Seite 216] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνδῐχα: ἐπίρρ. (ἀνὰ-δίχα) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ ἀμμίγδην, Νικ. Θ. 912· πρβλ. διάνδιχα: - ὡσαύτως, χωριστά, ἄνδιχα ἀλλήλων Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ ἀμφίς, χωρίς, ἄνδιχα δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.