παρήορος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_1)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=parh/oros
|Beta Code=parh/oros
|Definition=so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [<b class="b3">ρᾱ], ον</b> (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος <span class="bibl">Theoc.15.8</span> : (<b class="b3">παραείρω</b>, cf. [[συνήορος]]) : -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined</b> or <b class="b2">hung beside</b> : hence <b class="b3">παρήορος</b> (sc. <b class="b3">ἵππος</b>), <b class="b2">horse which draws by the side of the regular pair</b> (ξυνωρίς), <b class="b2">outrunner</b>, = [[σειραφόρος]], <span class="bibl">Il.16.471</span>,<span class="bibl">474</span>, <span class="bibl">D.H.7.73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lying along, outstretched, sprawling</b>, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα <span class="bibl">11.7.156</span> ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>365</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b2">reckless, senseless</b>, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων <span class="bibl">Il.23.603</span>, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν <span class="bibl">Tryph.371</span> ; <b class="b3">νόου παρήορος</b> <b class="b2">distraught</b>, <span class="bibl">Archil.56.5</span>.</span>
|Definition=so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [<b class="b3">ρᾱ], ον</b> (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος <span class="bibl">Theoc.15.8</span> : (<b class="b3">παραείρω</b>, cf. [[συνήορος]]) : -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joined</b> or <b class="b2">hung beside</b> : hence <b class="b3">παρήορος</b> (sc. <b class="b3">ἵππος</b>), <b class="b2">horse which draws by the side of the regular pair</b> (ξυνωρίς), <b class="b2">outrunner</b>, = [[σειραφόρος]], <span class="bibl">Il.16.471</span>,<span class="bibl">474</span>, <span class="bibl">D.H.7.73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lying along, outstretched, sprawling</b>, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα <span class="bibl">11.7.156</span> ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>365</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> metaph., <b class="b2">reckless, senseless</b>, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων <span class="bibl">Il.23.603</span>, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν <span class="bibl">Tryph.371</span> ; <b class="b3">νόου παρήορος</b> <b class="b2">distraught</b>, <span class="bibl">Archil.56.5</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''παρήορος''': (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. [[παράορος]], ον, ὁ [[δεύτερος]] [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[παρηόριος]], ον. ([[παραείρω]], πρβλ. [[συνήορος]], [[μετήορος]] = [[μετέωρος]])˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος [[ὅθεν]] [[παρήορος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες [[ζεῦγος]], (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ [[παράσειρος]], [[σειραφόρος]], Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. [[παρηορία]]. ΙΙ. εἰς [[μῆκος]] ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο [[παρήορος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον [[δέμας]] κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - [[οὕτως]] ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν [[ῥόος]], μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ [[ῥοῦς]] τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ [[παρήορος]] [[ἵππος]] συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἐπεὶ]] οὔ τι [[παρήορος]] οὐδ’ [[ἀεσίφρων]] [[ἦσθα]] [[πάρος]] Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον [[ὄμμα]] τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον [[νόημα]] Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου [[παρήορος]], ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον [[πάραρος]] ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ [[μωρία]]» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. [[παραείρω]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.
}}
}}

Revision as of 09:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήορος Medium diacritics: παρήορος Low diacritics: παρήορος Capitals: ΠΑΡΗΟΡΟΣ
Transliteration A: parḗoros Transliteration B: parēoros Transliteration C: parioros Beta Code: parh/oros

English (LSJ)

so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8 : (παραείρω, cf. συνήορος) : -

   A joined or hung beside : hence παρήορος (sc. ἵππος), horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς), outrunner, = σειραφόρος, Il.16.471,474, D.H.7.73.    II lying along, outstretched, sprawling, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156 ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται A.Pr.365.    III metaph., reckless, senseless, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371 ; νόου παρήορος distraught, Archil.56.5.

Greek (Liddell-Scott)

παρήορος: (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. παράορος, ον, ὁ δεύτερος οὗτος τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως παρηόριος, ον. (παραείρω, πρβλ. συνήορος, μετήορος = μετέωρος)˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος ὅθεν παρήορος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες ζεῦγος, (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ παράσειρος, σειραφόρος, Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. παρηορία. ΙΙ. εἰς μῆκος ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - οὕτως ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν ῥόος, μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ ῥοῦς τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ παρήορος ἵππος συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), ἀπερίσκεπτος, ἄφρων, ἀνόητος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ’ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον νόημα Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου παρήορος, ἔξω φρενῶν, παράφρων, - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον πάραρος ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ μωρία» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. παραείρω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.