πός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(13)
 
(6_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=po/s
|Beta Code=po/s
|Definition=(A), Dor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πούς]], <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.192</span>, <span class="bibl">243</span> H., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>635.22</span>.</span><br /><span class="bld">πός</span> (B), Arc., Cypr. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πρός]] (q.v.).</span>
|Definition=(A), Dor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πούς]], <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.192</span>, <span class="bibl">243</span> H., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>635.22</span>.</span><br /><span class="bld">πός</span> (B), Arc., Cypr. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πρός]] (q.v.).</span>
}}
{{ls
|lstext='''πός''': ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, [[πόθι]], [[πόθεν]], [[πότε]], [[πότε]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[ποῖος]], [[πόσος]], εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει [[ἀντίστοιχος]] [[τύπος]], που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. [[οἷον]] κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = [[πότερος]], uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada ([[πότε]];) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan ([[πότε]];), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, [[ὅπου]], [[ὅποι]], ὅπη, [[ὅπως]], [[ὁπόθεν]], [[ὁποῖος]], κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, [[ὅππως]], [[ὁππόθεν]], κλπ.· καὶ [[οὗτος]] [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ παλαιότερος [[τύπος]], καθ’ ὃν τὸ π [[εἶναι]] [[λείψανον]] τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631).
}}
}}

Revision as of 09:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πός Medium diacritics: πός Low diacritics: πος Capitals: ΠΟΣ
Transliteration A: pós Transliteration B: pos Transliteration C: pos Beta Code: po/s

English (LSJ)

(A), Dor.

   A = πούς, Choerob. in Theod.1.192, 243 H., EM635.22.
πός (B), Arc., Cypr.

   A = πρός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πός: ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει ἀντίστοιχος τύπος, που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. οἷον κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = πότερος, uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada (πότε;) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan (πότε;), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, ὅπου, ὅποι, ὅπη, ὅπως, ὁπόθεν, ὁποῖος, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, ὅππως, ὁππόθεν, κλπ.· καὶ οὗτος εἶναι πιθανῶς ὁ παλαιότερος τύπος, καθ’ ὃν τὸ π εἶναι λείψανον τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631).