μέτωπον: Difference between revisions
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
(13_7_1) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die <b class="b2">Stirn</b>; ἤλασε [[μέτωπον]] ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας [[μέτωπον]], die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν [[μέτωπον]] ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; [[ἱδρώς]], ὃν ἐκ μετώπου [[πολλάκις]] ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ [[μέτωπον]], wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst [[κῶλον]] sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die <b class="b2">Stirn</b>; ἤλασε [[μέτωπον]] ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας [[μέτωπον]], die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν [[μέτωπον]] ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; [[ἱδρώς]], ὃν ἐκ μετώπου [[πολλάκις]] ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ [[μέτωπον]], wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst [[κῶλον]] sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μέτωπον''': τό, (μετά, ὤψ), [[κυρίως]] τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν [[διάστημα]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ [[μέτωπον]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] [[μέτωπον]] ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνασπάω]] 6 [[χαλάω]] Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. [[ἀνασπάω]] ΙΙ, [[χαλάω]] Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ [[μέτωπον]] τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ [[πρόσωπον]], ἡ [[ὄψις]] παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, [[πρόσοψις]], Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ [[δέκα]] σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον [[μέτωπον]] [[δέκα]] σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ [[μέτωπον]] γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς [[μέτωπον]] στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ [[κέρας]] (ἴδε [[κέρας]]), [[αὐτόθι]] 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι [[αὐτόθι]] 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε [[μετώπιον]] 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, also μέτωπ-ος, ὴ, Gloss. (s.v.l.): (μετά, ὤψ):—prop.
A the space between the eyes (Arist.HA491b12), brow, forehead, ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μ. IG42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μ. Ar.V.655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.El.727; of a boar, X.Cyr.1.4.8; of a dog, Id.Cyn.4.1: in pl., of a single person, Od.6.107, E.Hel.1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631. 2 metaph., γαίας μ., of Etna, Pi.P.1.30. II front, face of anything, as a wall or building, Hdt.1.178, 2.124; τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους . . μ. ἕκαστον measuring 10 stades on each face, Id.9.15, cf. IG22.463.66, 7.4255.19, BCH20.324.65 (Lebad.); τὰ μ. τῶν κλιμακτήρων vertical faces of the steps, IG22.244.80; wall extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); front or front-line of an army, fleet, etc., A.Pers. 720, etc.; εἰς μ. στῆναι to stand in line, X.Cyr.2.4.2; ἐπὶ μετώπου διιέναι, opp. ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι, ib.2.4.4, HG2.1.23. 2 margin of a book, Gal.15.624, 17(1).80, Marin.Procl.25. III = χαλβάνη, or the reed or wood which yields it, Dsc.1.59,3.83. 2 v.l. for νέτωπον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 164] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μέτωπον: τό, (μετά, ὤψ), κυρίως τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ μέτωπον, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. ἀνασπάω 6 χαλάω Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. ἀνασπάω ΙΙ, χαλάω Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ μέτωπον τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, πρόσοψις, Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ δέκα σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον μέτωπον δέκα σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ μέτωπον γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς μέτωπον στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ κέρας (ἴδε κέρας), αὐτόθι 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι αὐτόθι 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε μετώπιον 3.