περιοδευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(c1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιοδευτικός''': -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, [[συστηματικός]], Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of a περιοδευτής : -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.). 2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.). 3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57. 4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.
German (Pape)
[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.