εὔριπος: Difference between revisions
(13_6b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ [[εὔριπος]] τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορθμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῦνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ [[εὔριπος]] Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ [[εὔριπος]] τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορθμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῦνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ [[εὔριπος]] Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔρῑπος''': ὁ, στενὸν θαλάσσης, πορθμὸς [[ἔνθα]] ἡ [[παλίρροια]] [[εἶναι]] [[λίαν]] ὁρμητική, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 22, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4., 15, 20, π. Κόσμ. 4, 34· ἰδίως ὁ πορθμὸς ὁ χωρίζων τὴν Εὔβοιαν ἀπὸ τῆς Βοιωτίας, [[ἔνθα]] οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι τὸ [[ῥεῦμα]] [[ἑπτάκις]] τῆς ἡμέρας μετεβάλλετο (νεώτεροι παρατηρηταὶ συμφωνοῦσι θεωροῦντες αὐτὸ ὡς [[λίαν]] εὐμετάβολον, [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου διὰ μέσου τοῦ πορθμοῦ), - Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 222, κτλ., Στράβων 403: - παροιμ. ἐπὶ ἀστάτου, εὐμεταβόλου, ἀσθενοῦς τὸν νοῦν καὶ τὸ [[φρόνημα]] ἀνθρώπου, πλείους τραπόμενος τροπάς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· μεταρρεῖ [[ὥσπερ]] Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 12. ΙΙ. [[καθόλου]], [[διῶρυξ]], [[τάφρος]], κτλ., Βαβρ. 120. 2, Ἀνθ. Π. 14. 135, Διον. Ἁλ. 3. 68. (Ἐκ τοῦ εὖ, [[ῥιπή]], [[ῥιπίζω]], ἴδε Κοὺρτ ἀριθ. 516). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A any strait or narrow sea, where the flux and reflux is violent, X.HG1.6.22, Arist.HA544a21, 548a9, Mu.396a25; esp. the strait which separates Euboea from Boeotia, h.Ap.222, Hdt.5.77, etc., cf. Str.9.2.8: prov. of an unstable, weak-minded person (cf. Poll.6.121), πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin.3.90; μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Arist.EN1167b7; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; Εὔριποι γενόμενοι Lib.Ep.907. II generally, canal, ditch, etc., SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.), Babr.120.2, AP14.135.2 (Metrod.), D.H.3.68. 2 the Spina in the Circus, Lyd.Mens.1.12. III ventilator, fan, ἐξ εὐρίπου τινὸς αὔραν εἰσπνεῖν ἐπιτεχνώμενον Gal.10.649. (εὖ, ῥιπή, ῥιπίζω.)
German (Pape)
[Seite 1093] ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ εὔριπος τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορθμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῦνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρῑπος: ὁ, στενὸν θαλάσσης, πορθμὸς ἔνθα ἡ παλίρροια εἶναι λίαν ὁρμητική, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 22, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4., 15, 20, π. Κόσμ. 4, 34· ἰδίως ὁ πορθμὸς ὁ χωρίζων τὴν Εὔβοιαν ἀπὸ τῆς Βοιωτίας, ἔνθα οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι τὸ ῥεῦμα ἑπτάκις τῆς ἡμέρας μετεβάλλετο (νεώτεροι παρατηρηταὶ συμφωνοῦσι θεωροῦντες αὐτὸ ὡς λίαν εὐμετάβολον, ἴσως ἕνεκα τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου διὰ μέσου τοῦ πορθμοῦ), - Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 222, κτλ., Στράβων 403: - παροιμ. ἐπὶ ἀστάτου, εὐμεταβόλου, ἀσθενοῦς τὸν νοῦν καὶ τὸ φρόνημα ἀνθρώπου, πλείους τραπόμενος τροπάς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 12. ΙΙ. καθόλου, διῶρυξ, τάφρος, κτλ., Βαβρ. 120. 2, Ἀνθ. Π. 14. 135, Διον. Ἁλ. 3. 68. (Ἐκ τοῦ εὖ, ῥιπή, ῥιπίζω, ἴδε Κοὺρτ ἀριθ. 516).