χηρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(13_6a)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, [[νῆσος]] ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, [[μέλεος]] μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, [[νῆσος]] ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, [[μέλεος]] μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.
}}
{{ls
|lstext='''χηρεύω''': ([[χῆρος]]) ἀμετάβ., στεροῦμαι, [[μετὰ]] γεν., [[νῆσος]] ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, [[χηρεύω]], ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι [[χῆρος]], Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει [[λέχος]] Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. [[σίφων]])· - ἡ [[χρῆσις]] ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 [[εἶναι]] ἀμφίβ.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεύω Medium diacritics: χηρεύω Low diacritics: χηρεύω Capitals: ΧΗΡΕΥΩ
Transliteration A: chēreúō Transliteration B: chēreuō Transliteration C: chireyo Beta Code: xhreu/w

English (LSJ)

intr.,

   A to be without, lack, c. gen., νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59: γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25; ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1; οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm. ap. Stob.1.41.6; χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219 D.    2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr.347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—Med., χηρεύσῃ λέχος E.Alc.1089.    3 live in solitude, of a fugitive, S.OT479 (anap.).    II trans., bereave, E.Cyc.440; πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13.

German (Pape)

[Seite 1354] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, νῆσος ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεύω: (χῆρος) ἀμετάβ., στεροῦμαι, μετὰ γεν., νῆσος ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, χηρεύω, ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι χῆρος, Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει λέχος Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. σίφων)· - ἡ χρῆσις ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 εἶναι ἀμφίβ.