ἀναπέτομαι: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(13_5) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] = [[ἀνίπταμαι]], auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] = [[ἀνίπταμαι]], auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπέτομαι''': ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε [[πέτομαι]], = [[ἀνίπταμαι]], [[ἀφίπταμαι]], ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· [[ἀμπτᾶσα]] δ’ [[ὡσεὶ]] [[κόνις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· [[ἀναπέτομαι]] δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. [[ἀναπτερόω]] Ι. 2, [[μετεωρίζω]] ΙΙ. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀναπετάω]] [[εἶναι]] [[λίαν]] μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀμπέταμαι IG14.1934
A f, late ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: fut. -πτήσομαι: aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, 3pl. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4:—fly up, fly away, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 5.55; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Antipho Fr.58; αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med.440; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα Id.Ion796; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24 = Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys.774; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg.905a, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219. 2 metaph., to be on the wing, περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj.693; ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant.1307.—Cf. ἀνίπταμαι.
German (Pape)
[Seite 201] = ἀνίπταμαι, auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε πέτομαι, = ἀνίπταμαι, ἀφίπταμαι, ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· ἀμπτᾶσα δ’ ὡσεὶ κόνις Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. ὡσαύτως, εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. ἀναπτερόω Ι. 2, μετεωρίζω ΙΙ. - Ὁ τύπος ἀναπετάω εἶναι λίαν μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.