καθιππεύω: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(13_5) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie [[καθιππάζομαι]], überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie [[καθιππάζομαι]], überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καθιππεύω''': [[καθιππάζομαι]], [[ἐπιτρέχω]] ἢ [[διατρέχω]] διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, [[κῦμα]] καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις [[ἔφιππος]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ [[ἔφιππος]] κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A ride over, overrun with horse, τὰ πεδία Id.3.26, cf. Hdn.6.2.5; ride upon, οἶδμα Hymn.Is. 154; of fish, κῦμα κ. Opp.H.2.515:—Pass., of frozen rivers, to be ridden over, Arist.Mir.846b32, Hdn.6.7.6. 2 ride down, trample under foot, Ἀργείων στρατόν E.Ph.732. 3 conquer by means of a horse (i. e. the δούρειος ἵππος), Tryph.174.
German (Pape)
[Seite 1286] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καθιππάζομαι, überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.
Greek (Liddell-Scott)
καθιππεύω: καθιππάζομαι, ἐπιτρέχω ἢ διατρέχω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, κῦμα καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις ἔφιππος, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ ἔφιππος κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732.