μόνιμος: Difference between revisions
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
(13_6b) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ον, auch μονίμη, Strat. 66 (XII, 224),<b class="b2"> bleibend, ausharrend</b>, treu; σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]], Soph. O. R. 1322; ὁ [[μέγας]] [[ὄλβος]] οὐ [[μόνιμος]] ἐν βροτοῖς, Eur. Or. 340; οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι, Thuc. 8, 89; neben [[βέβαιος]], Plat. Conv. 184 b, u. [[ἀμετάπτωτος]], Tim. 29 b; ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου, Legg. V, 736 e; [[πίστις]], Rep. VI, 505 e; Ggstz [[πορεύσιμος]], Epin. 981 d; ὁπλῖται, Legg. IV, 706 c; vgl. Plut. Them. 4; bei Xen. Cyr. 8, 5, 11 μονιμώτατοι, von den Schwerbewaffneten; ζῷα, Thiere, die ihren Wohnsitz nicht verändern, Arist. H. A. 1, 1; ἄστρα, Fixsterne, Poll. 4, 156. – Adv., Arist. H. A. 8, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ον, auch μονίμη, Strat. 66 (XII, 224),<b class="b2"> bleibend, ausharrend</b>, treu; σὺ μὲν ἐμὸς [[ἐπίπολος]] ἔτι [[μόνιμος]], Soph. O. R. 1322; ὁ [[μέγας]] [[ὄλβος]] οὐ [[μόνιμος]] ἐν βροτοῖς, Eur. Or. 340; οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι, Thuc. 8, 89; neben [[βέβαιος]], Plat. Conv. 184 b, u. [[ἀμετάπτωτος]], Tim. 29 b; ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου, Legg. V, 736 e; [[πίστις]], Rep. VI, 505 e; Ggstz [[πορεύσιμος]], Epin. 981 d; ὁπλῖται, Legg. IV, 706 c; vgl. Plut. Them. 4; bei Xen. Cyr. 8, 5, 11 μονιμώτατοι, von den Schwerbewaffneten; ζῷα, Thiere, die ihren Wohnsitz nicht verändern, Arist. H. A. 1, 1; ἄστρα, Fixsterne, Poll. 4, 156. – Adv., Arist. H. A. 8, 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μόνῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνθ. Π. 12. 224· ([[μονή]], [[μένω]])· ― ὁ μένων ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, [[σταθερός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828, πρβλ. 791· ζῷα μ., τὰ μὴ μεταβάλλοντα τόπον διαμονῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· ἄστρα μ., οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156· ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 1. 2) ἐπὶ προσώπων [[σταθερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1322· ἐν πολέμῳ Πλάτ. Πολ. 537D· ἐπὶ στρατιωτῶν, Λατ. statarius, Ξεν. Κύρ. 8. 511, Πλάτ. Νόμ. 706C. 3) κοινότερον ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων καὶ τῶν ὁμοίων, [[σταθερός]], διαμένων, [[ἀμετάβλητος]], Λατ. stabilis, ὁ [[μέγας]] [[ὄλβος]] οὐ μ. Εὐρ. Ὀρ. 340· ἐπὶ πολιτεύματος, οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι Θουκ. 8. 89, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15., 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀμετάπτωτος]], Πλάτ. Τίμ. 29Β· [[μετὰ]] τοῦ [[βέβαιος]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, also η, ον AP12.224 (Strat.): (μονή, μένω):—
A staying in one's place, stable, Hp.Art.62; μ. οὐδένα χρόνον ib.14; stationary, ζῷα μ. κατὰ τόπον Arist.de An.410b19; ζῷα μ. Id.HA487b6; ἡ τῶν φυτῶν φύσις μ. Id.PA656a1; ἄστρα μ. fixed stars, Poll.4.156; οἶνος μ. wine which will keep, PGrenf.2.24.14 (ii B. C.); μ. σφυγμός steady pulse, Gal.9.351. Adv. -μως Arist.HA596a14, Gal.17(1).508. 2 of persons, steady, steadfast, S.OT1322 (lyr.); ἐν πολέμῳ Pl.R.537d, cf. X.Cyr.8.5.11 (Sup.), Pl.Lg.706c. 3 freq. of things, conditions, and the like, lasting, stable, ὁ μέγας ὄλβος οὐ μ. E.Or.340 (lyr.); of political institutions, Th.8.89, Arist.Pol.1273b20, 1297a7 (Comp.); μ. πόλεις Pl.Plt.302a: coupled with ἀμετάπτωτος, Id.Ti. 29b; with βέβαιος, Id.Smp.184b; τὸ μ. permanence, Plot.6.1.11: Comp., Dam.Pr.77. Adv. -μως Iamb.Myst.1.5, Procl.Inst.154. II μόνιμον, τό, fixed abode, LXX Je.38(31).17.
German (Pape)
[Seite 202] ον, auch μονίμη, Strat. 66 (XII, 224), bleibend, ausharrend, treu; σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος, Soph. O. R. 1322; ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς, Eur. Or. 340; οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι, Thuc. 8, 89; neben βέβαιος, Plat. Conv. 184 b, u. ἀμετάπτωτος, Tim. 29 b; ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου, Legg. V, 736 e; πίστις, Rep. VI, 505 e; Ggstz πορεύσιμος, Epin. 981 d; ὁπλῖται, Legg. IV, 706 c; vgl. Plut. Them. 4; bei Xen. Cyr. 8, 5, 11 μονιμώτατοι, von den Schwerbewaffneten; ζῷα, Thiere, die ihren Wohnsitz nicht verändern, Arist. H. A. 1, 1; ἄστρα, Fixsterne, Poll. 4, 156. – Adv., Arist. H. A. 8, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μόνῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀνθ. Π. 12. 224· (μονή, μένω)· ― ὁ μένων ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, σταθερός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828, πρβλ. 791· ζῷα μ., τὰ μὴ μεταβάλλοντα τόπον διαμονῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· ἄστρα μ., οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156· ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 1. 2) ἐπὶ προσώπων σταθερός, Σοφ. Ο. Τ. 1322· ἐν πολέμῳ Πλάτ. Πολ. 537D· ἐπὶ στρατιωτῶν, Λατ. statarius, Ξεν. Κύρ. 8. 511, Πλάτ. Νόμ. 706C. 3) κοινότερον ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων καὶ τῶν ὁμοίων, σταθερός, διαμένων, ἀμετάβλητος, Λατ. stabilis, ὁ μέγας ὄλβος οὐ μ. Εὐρ. Ὀρ. 340· ἐπὶ πολιτεύματος, οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι Θουκ. 8. 89, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15., 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀμετάπτωτος, Πλάτ. Τίμ. 29Β· μετὰ τοῦ βέβαιος, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184Β.