ὄχθος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A eminence, bank, hill, first in h.Ap.17, Sapph.Supp.13.11, Pi.O.9.3, freq. in Hdt. (9.25, al.), A. (v. infr.), and E., as Ἄρειος ὄ. IT 961 of the Areopagus, cf. Hdt.8.52; of a barrow or mound, A.Pers. 647, 659 (both lyr.), Ch.4: rarely, like ὄχθη, of a river's bank, v. ὄχθη sub fin. (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ' Ἕβρον ποταμόν Ar.Av.774 need not be taken in this sense).—In A.Ch.954, dat. ὄχθει (as if from ὄχθος, εος, to/) is corrupt. II tubercle in leprosy, Aret.SD2.13, Ruf. ap. Orib.45.28.3. 2 tubercle on plants, Archig. ap. Gal.12.263, Man. 1.54.
German (Pape)
[Seite 430] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; Κρόνιος, Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; ὑψηλός, Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; Αἰτναῖος, Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχθος: ὁ ὕψωμα γῆς, ὄχθη, λόφος, κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, συχν. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ ὄχθη, ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε ὄχθη ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία ἀνάγκη νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄχθος, -εος, τό) εἶναι παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχθος· κρημνός, πέτρα, τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον στόμα τῆς θαλάσσης, κυρίως δὲ ποταμῶν», προσέτι: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. οἴδημα, σαρκῶδες ἔκφυμα ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.