καταπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(13_6a)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von [[ἀναίσχυντος]], ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν [[ὄντα]] καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit [[περιδεής]] u. [[ἄτολμος]] verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων [[ἤδη]] καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von [[ἀναίσχυντος]], ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν [[ὄντα]] καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit [[περιδεής]] u. [[ἄτολμος]] verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων [[ἤδη]] καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.
}}
{{ls
|lstext='''καταπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, [[ὅστις]] τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς [[αὐτόθι]] 814F· πρὸς τοὺς φόβους [[μαλακὸν]] [[ὄντα]] καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, ([[ὥστε]] ὁ [[νοῦς]] νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), ([[μετὰ]] τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ [[πολλάκις]] [[ἰδεῖν]] καὶ ἀκοῦσαι… [[ὥστε]] οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ [[εἶναι]] Λυσ. 107, 34. 2) ὁ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ [[τοιοῦτος]] δὲ ἄπρακτος) [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀναίσχυντος]], ὧν [[μεσότης]] [[εἶναι]] ὁ [[αἰδήμων]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «[[καταπλήξ]], ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλήξ Medium diacritics: καταπλήξ Low diacritics: καταπλήξ Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΞ
Transliteration A: kataplḗx Transliteration B: kataplēx Transliteration C: katapliks Beta Code: kataplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ,

   A stricken, struck, ὑπὸ τῶν γυναικῶν Theopomp. Com.59: usu. metaph., stricken with amazement, astounded, ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων Lys.6.50; ἄτολμος καὶ κ. Plu.2.7b; κ. καὶ περιδεής ib.814f; μὴ ὦσιν οἱ ἵπποι καταπλῆγες Ael.NA16.25.    2 shy, bashful, opp. ἀναίσχυντος, Arist.EN1108a34, EE1233b28, Jul. Or.7.233b.    3 c. gen., nervous, apprehensive of, πολλῶν Plu. Fab.14codd.    4 Medic., fixed, ὀφθαλμός (in paralysis) Hp.Epid. 5.50.

German (Pape)

[Seite 1370] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von ἀναίσχυντος, ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit περιδεής u. ἄτολμος verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων ἤδη καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, ὅστις τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς αὐτόθι 814F· πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, (ὥστενοῦς νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), (μετὰ τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ πολλάκις ἰδεῖν καὶ ἀκοῦσαι… ὥστε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι Λυσ. 107, 34. 2) ὁ ὑπὲρ τὸ δέον ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ τοιοῦτος δὲ ἄπρακτος) ἐναντίον τοῦ ἀναίσχυντος, ὧν μεσότης εἶναιαἰδήμων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «καταπλήξ, ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ.