ἀνάλγητος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(13_5)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0195.png Seite 195]] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0195.png Seite 195]] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάλγητος''': -ον, [[ἄνευ]] ἄλγους, καὶ [[ἑπομένως]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, [[ἀδιάφορος]], εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ [[ἀνάλγητος]], εἰ μηθὲν φοβοῖτο, [[μήτε]] σεισμὸν [[μήτε]] κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - [[ἀόργητος]], ἀντίθετον τῷ [[ὀργίλος]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων [[πρός]] τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ [[τέλος]]. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνοικτίρμων]], Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος [[εἶναι]], ἧττον [[εὐαίσθητος]], ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: [[μετὰ]] γεν., ἀν. εἶναί τινος, [[ἀναίσθητος]] [[πρός]] τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ [[ἄνευ]] ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλγητος Medium diacritics: ἀνάλγητος Low diacritics: ανάλγητος Capitals: ΑΝΑΛΓΗΤΟΣ
Transliteration A: análgētos Transliteration B: analgētos Transliteration C: analgitos Beta Code: a)na/lghtos

English (LSJ)

ον,

   A without pain, and so:    I of persons, insensible to pain or danger, Meliss. ap. Arist.Xen.974a19, cf. EN1115b26.    2 unfeeling, hard-hearted, ruthless, S.Aj.946 (lyr.); -ότερος εἶναι to feel less resentment, Th.3.40: c. gen., ἀ. γενέσθαι τινός to be ins nsible to, Plu.Aem.35. Adv. -τως unfeelingly, S.Aj.1333; callously, ἀ. ἀκούειν Plu.2.46c.    II of things, not painful, ἀνάλγητα (sc. πράγματα) a lot free from pain, S.Tr.126.    2 cruel, πάθος E.Hipp.1386 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλγητος: -ον, ἄνευ ἄλγους, καὶ ἑπομένως: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, ἀδιάφορος, εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - ἀόργητος, ἀντίθετον τῷ ὀργίλος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων πρός τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ τέλος. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, σκληροκάρδιος, ἀνοικτίρμων, Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος εἶναι, ἧττον εὐαίσθητος, ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, ἀναίσθητος πρός τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἄνευ ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) σκληρός, ἀνηλεής, πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).