ψιλόω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] eigtl. abreiben, bes. die Haare abreiben, dah. enthaaren, kahl, glatt machen, τὴν κεφαλήν τινος Her. 4, 26; dah. pass. kahl werden, Hes. frg. 5, 3; κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Her. 4, 61; ἐψιλοῦτο δ' ὁ [[λόφος]] τῶν ἱππέων Xen. An. 1, 10, 13, vgl. 1, 3,27. – Uebh. berauben, einer Sache, τινός, z. B. τινὰ τῆς δυνάμιος Her. 2, 151; auch ohne diesen Zusatz, Einen seiner Macht berauben, Xen. Cyr. 4, 5,12; vgl. Thuc. 3, 109; Pol. u. Sp. – Bei den Gramm. = mit dem spiritus lenis oder einer litera tenuis schreiben od. aussprechen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] eigtl. abreiben, bes. die Haare abreiben, dah. enthaaren, kahl, glatt machen, τὴν κεφαλήν τινος Her. 4, 26; dah. pass. kahl werden, Hes. frg. 5, 3; κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Her. 4, 61; ἐψιλοῦτο δ' ὁ [[λόφος]] τῶν ἱππέων Xen. An. 1, 10, 13, vgl. 1, 3,27. – Uebh. berauben, einer Sache, τινός, z. B. τινὰ τῆς δυνάμιος Her. 2, 151; auch ohne diesen Zusatz, Einen seiner Macht berauben, Xen. Cyr. 4, 5,12; vgl. Thuc. 3, 109; Pol. u. Sp. – Bei den Gramm. = mit dem spiritus lenis oder einer litera tenuis schreiben od. aussprechen.
}}
{{ls
|lstext='''ψῑλόω''': μέλλ. -ώσω, (ψιλὸς) ἀπογυμνώνω, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τριχῶν, γυμνώνω, ποιῶ φαλακρόν, ψ. τὴν κεφαλήν τινος Ἡρόδ. 4. 26· ψιλοῦν τὰ δέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3· [[ὡσαύτως]], ψ. τὰ δένδρα, ἀπογυμνῶ αὐτά, [[αὐτόθι]] 4. 14, 9. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[φαλακρός]], Ἡσ. Ἀποσπ. 5. 3· χελιδόνες… ἐψιλωμέναι, γυμναὶ πτίλων, [[ἄνευ]] πτερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 16, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., ἀποστερῶ τί τινος, ἀπογυμνῶ, ἐπωμίδα σαρκῶν ψ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780. ― Παθ., ὀστέων κατάγματα ἐψιλωμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 2. 2) ἀπογυμνῶ, ἀπεκδύω, ἀποστερῶ τινος, ἀφαιρῶ τινά τι, ψ. τινα τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Ἡρόδ. 2.151· τινα χρημάτων Ἀλκίφρ. 1.18· ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 19. 3) [[καθόλου]], ἀφίνω τινὰ γυμνὸν ἢ ἀπροστάτευτον, Θουκ. 3. 109. 4) Παθ., ἀπογυμνοῦμαι, ἀφίνομαι [[γυμνός]], ἐπὶ ῥιζῶν, Ξεν. Οἰκ. 17. 12 κἑξ.· ψιλωθέντα κέρατα, ἀνυπεράσπιστα, ἀπροστάτευτα, Πολύβ. 3. 73, 7· τὸ ψιλούμενον [[στεγαστέον]] Ξεν. Ἱππ. 12, 7. 5) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀφαιροῦμαι ἀπό τινος, ἀποσπῶμαι, τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Ἡρόδ. 4. 61· πρβλ. [[ψίλωμα]]. ΙΙΙ.παρὰ τοῖς γραμμ. [[γράφω]] διὰ ψιλῆς, θέτω ψιλὴν ἢ [[γράφω]] διὰ ψιλοῦ ἀφώνου, Ἐτυμ. Μέγ. 780. 31, πρβλ. Τζέτζ. Ἱστ. 11. 53.
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλόω Medium diacritics: ψιλόω Low diacritics: ψιλόω Capitals: ΨΙΛΟΩ
Transliteration A: psilóō Transliteration B: psiloō Transliteration C: psiloo Beta Code: yilo/w

English (LSJ)

   A strip bare, mostly of hair, ψ. τὴν κεφαλήν τινος Hdt.4.26; ψιλοῦν τὰ δέρματα Thphr.HP9.20.3; ψ. τὰ δένδρα strip them bare, ib.4.14.9:—Pass., become bald, ψιλοῦτο δὲ καλὰ κάρηνα Hes.Fr.29; χελιδόνες . . ἐψιλωμέναι bare of feathers, Arist.HA600a16.    II c. gen., strip bare of, σαρκῶν ἐπωμίδα Hp.Art.1:—Pass., ὀστέων κατήγματα ἐψιλωμένα Id.Aph.5.22, cf. Art.69, Arist.HA519b5.    2 strip, rob, deprive of a thing, ψ. [τινὰ] τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Hdt.2.151; τινὰ χρημάτων Alciphr.1.18: abs. in same sense, X.Cyr.4.5.12:—Pass., ἐλπίδος ὁ καιρὸς ἐψιλώθη Phld.Herc.1232p.67V.    3 generally, leave naked, unarmed, or defenceless, Th.3.109.    4 Pass., to be laid bare, of roots, X.Oec.17.12 sq.; ψιλωθέντα κέρατα exposed, unprotected, Plb.3.73.7; τὸ ψιλούμενον στεγαστέον X.Eq.12.7.    5 strip off, pull out, τρίχας Dsc.2.179:—Pass., of things, to be stripped off something, τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Hdt.4.61; cf. ψίλωμα.    III Gramm., write or pronounce with the spiritus lenis, or a littera tenuis, opp. δασύνω, Phld.Rh.1.155S., cf. EM780.31 (Pass.), D.T.Supp.675.11, A.D.Synt.39.1, Pron.57.2, Eust.515.38, Tz.H. 11.53.

German (Pape)

[Seite 1400] eigtl. abreiben, bes. die Haare abreiben, dah. enthaaren, kahl, glatt machen, τὴν κεφαλήν τινος Her. 4, 26; dah. pass. kahl werden, Hes. frg. 5, 3; κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Her. 4, 61; ἐψιλοῦτο δ' ὁ λόφος τῶν ἱππέων Xen. An. 1, 10, 13, vgl. 1, 3,27. – Uebh. berauben, einer Sache, τινός, z. B. τινὰ τῆς δυνάμιος Her. 2, 151; auch ohne diesen Zusatz, Einen seiner Macht berauben, Xen. Cyr. 4, 5,12; vgl. Thuc. 3, 109; Pol. u. Sp. – Bei den Gramm. = mit dem spiritus lenis oder einer litera tenuis schreiben od. aussprechen.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλόω: μέλλ. -ώσω, (ψιλὸς) ἀπογυμνώνω, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τριχῶν, γυμνώνω, ποιῶ φαλακρόν, ψ. τὴν κεφαλήν τινος Ἡρόδ. 4. 26· ψιλοῦν τὰ δέρματα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 3· ὡσαύτως, ψ. τὰ δένδρα, ἀπογυμνῶ αὐτά, αὐτόθι 4. 14, 9. ― Παθ., γίνομαι φαλακρός, Ἡσ. Ἀποσπ. 5. 3· χελιδόνες… ἐψιλωμέναι, γυμναὶ πτίλων, ἄνευ πτερῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 16, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., ἀποστερῶ τί τινος, ἀπογυμνῶ, ἐπωμίδα σαρκῶν ψ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780. ― Παθ., ὀστέων κατάγματα ἐψιλωμένα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1253, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 2. 2) ἀπογυμνῶ, ἀπεκδύω, ἀποστερῶ τινος, ἀφαιρῶ τινά τι, ψ. τινα τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Ἡρόδ. 2.151· τινα χρημάτων Ἀλκίφρ. 1.18· ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 19. 3) καθόλου, ἀφίνω τινὰ γυμνὸν ἢ ἀπροστάτευτον, Θουκ. 3. 109. 4) Παθ., ἀπογυμνοῦμαι, ἀφίνομαι γυμνός, ἐπὶ ῥιζῶν, Ξεν. Οἰκ. 17. 12 κἑξ.· ψιλωθέντα κέρατα, ἀνυπεράσπιστα, ἀπροστάτευτα, Πολύβ. 3. 73, 7· τὸ ψιλούμενον στεγαστέον Ξεν. Ἱππ. 12, 7. 5) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀφαιροῦμαι ἀπό τινος, ἀποσπῶμαι, τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Ἡρόδ. 4. 61· πρβλ. ψίλωμα. ΙΙΙ.παρὰ τοῖς γραμμ. γράφω διὰ ψιλῆς, θέτω ψιλὴν ἢ γράφω διὰ ψιλοῦ ἀφώνου, Ἐτυμ. Μέγ. 780. 31, πρβλ. Τζέτζ. Ἱστ. 11. 53.