ἡλίκος: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(13_7_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1162.png Seite 1162]] (Correlativum zu [[πηλίκος]]), <b class="b2">so groß wie</b>; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage [[πόθος]]; [[πόσος]] τις; geantwortet [[μικρός]], [[ἡλίκος]] Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, [[ἡλίκος]] [[οὐδείς]] πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, <b class="b2">wie groß</b>, [[αὐτίκα]] εἴσει καὶ [[ἡλίκος]] καὶ [[οἷος]] γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου [[προσδεῖ]] Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, [[ἡλίκος]] [[ἤδη]] καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς [[ἡλίκος]], Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα [[τἀγαθά]], de merc. cond. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1162.png Seite 1162]] (Correlativum zu [[πηλίκος]]), <b class="b2">so groß wie</b>; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage [[πόθος]]; [[πόσος]] τις; geantwortet [[μικρός]], [[ἡλίκος]] Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, [[ἡλίκος]] [[οὐδείς]] πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, <b class="b2">wie groß</b>, [[αὐτίκα]] εἴσει καὶ [[ἡλίκος]] καὶ [[οἷος]] γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου [[προσδεῖ]] Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, [[ἡλίκος]] [[ἤδη]] καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς [[ἡλίκος]], Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα [[τἀγαθά]], de merc. cond. 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡλίκος''': ῐ, η, ον, [[ὅσος]], [[ὁπόσος]], [[πόσος]] τις; ἀπόκρ: [[μικρός]], [[ἡλίκος]] Μόλων, Ἀριστοφ. Βατρ. 55· τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον... Δημ. 562. 7. 5) ἐπὶ ἡλικίας, ἄνδρα… ἡλίκον Θουκυδίδην Ἀριστοφ. Ἀχ. 703· τοῖσιν ἡλίκοισι νῶν = τηλίκοις ἡλίκοι νὼ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 465· οἱ ἡλίκοι ἐγὼ = τηλίκοι ἡλίκοι ἐγὼ, Πλάτ. Λάχ. 180D· ― σπάν. παρὰ Τράγ., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι Σοφ. Ο. Τ. 15. 3) ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, πόσον [[μέγας]], ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσιν Ἀντιφάν. Νεαν. 1. 6· [[συχνάκις]] ἐν ἐκφράσεσι θαυμασμοῦ, θαυμάσια ἡλίκα, θαυμασίως, ἐκτάκτως μεγάλα, ὡς ἐν τῷ Λατ. mirum quantum, Δημ. 348. 24, πρβλ. 469. 18· οὕτω, μέγιστα ἡλίκα τἀγαθὰ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 13· [[ὡσαύτως]], πόσον [[μικρός]], Λατ. quantulus, Λουκ. Ἑρμοτ. 5. ― Ἐν ἐρωτήσεσιν εἰς τὸ [[πηλίκος]] ἀνταποκρίνεται τὸ [[τηλίκος]] ἢ τηλικοῦτος. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], η, ον,
A as big as, πόσος τις; μικρός, ἡλίκος Μόλων Ar.Ra. 55; τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον . .; D.21.147; τηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεύς Id.1.9. 2 of age, as old as, ἄνδρα . . ἡλίκον Θουκυδίδην Ar. Ach.703; τοῖσιν ἡλίκοισι νῷν, = τηλίκοις ἡλίκοι νώ, Id.Ec.465; οἱ ἡλίκοι ἐγώ,= τηλίκοι ἡλίκοι ἐγώ, Pl.La.180d: rare in Trag., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι . . of what various ages . ., S.OT15. 3 in indirect questions, how big, how great, Thphr.Char.23.2, Crates Theb.18, etc.; ὁρῶν ἡ. ἐστὶ Φίλιππος D.6.6, cf. Pl.Chrm.154b; freq. in expressions of wonder, θαυμάσι' ἡλίκα extraordinarily great, D.19.24; θαυμαστὸν ἡλίκον Id.24.122; μέγιστα ἡλίκα Luc.Merc.Cond.13; also, how small, ἰδοὺ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει Ep.Jac.3.5; ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσι Antiph.166.6, cf. Luc.Herm.5. 4 in exclamations, ἡλίκον λαλεῖς Men.Sam.40. (Compd. of yo-, relat. Pron. stem (cf. ὅς), and -āli- (cf. ἧλιξ), with suffix -κο-; cf. πηλίκος, τηλίκος.)
German (Pape)
[Seite 1162] (Correlativum zu πηλίκος), so groß wie; bei Ar. Ran. 55 wird auf die Frage πόθος; πόσος τις; geantwortet μικρός, ἡλίκος Μόλων, klein, so groß (oder so klein) wie Molon; κατεστήσαμεν τηλικοῦτον, ἡλίκος οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Μακεδονίας, so groß, so mächtig, wie noch Keiner, Dem. 1, 9; auch = so alt wie, Ar. Ach. 668; in indir. Frage, wie groß, αὐτίκα εἴσει καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονε Plat. Charm. 154 b; ἡλίκα γ' ἐστὶ τὰ διάφορα οὐδὲ λόγου προσδεῖ Dem. 1, 27; τοῦτο δὲ ἡλίκον ἐστί, θεωρήσατε, wie bedeutend es ist, 20, 32; ὁρῶν, ἡλίκος ἤδη καὶ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος, wie mächtig, 6, 6; ἁλίκα τραύματα ποιεῖς Theocr. 19, 6; auch = wie alt, ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖσι Soph. O. R. 15; – bes. im staunenden od. bewundernden Ausrufe, θαυμαστὸς ἡλίκος, Wunder wie groß, Dem. 19, 24; τῷ μεγάλα ἢ θαυμάσια ἡλίκα δοῦναι 20, 41; Sp.; Luc. vrbdt μέγιστα ἡλίκα τἀγαθά, de merc. cond. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλίκος: ῐ, η, ον, ὅσος, ὁπόσος, πόσος τις; ἀπόκρ: μικρός, ἡλίκος Μόλων, Ἀριστοφ. Βατρ. 55· τί τοσοῦτον ὕβρισεν, ἡλίκον... Δημ. 562. 7. 5) ἐπὶ ἡλικίας, ἄνδρα… ἡλίκον Θουκυδίδην Ἀριστοφ. Ἀχ. 703· τοῖσιν ἡλίκοισι νῶν = τηλίκοις ἡλίκοι νὼ ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 465· οἱ ἡλίκοι ἐγὼ = τηλίκοι ἡλίκοι ἐγὼ, Πλάτ. Λάχ. 180D· ― σπάν. παρὰ Τράγ., ὁρᾷς μὲν ἡμᾶς, ἡλίκοι Σοφ. Ο. Τ. 15. 3) ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, πόσον μέγας, ἂν ἴδω γὰρ ἡλίκον ἰχθὺν ὅσου τιμῶσιν Ἀντιφάν. Νεαν. 1. 6· συχνάκις ἐν ἐκφράσεσι θαυμασμοῦ, θαυμάσια ἡλίκα, θαυμασίως, ἐκτάκτως μεγάλα, ὡς ἐν τῷ Λατ. mirum quantum, Δημ. 348. 24, πρβλ. 469. 18· οὕτω, μέγιστα ἡλίκα τἀγαθὰ Λουκ. π. τ. ἐπὶ μισθ. συνόντ. 13· ὡσαύτως, πόσον μικρός, Λατ. quantulus, Λουκ. Ἑρμοτ. 5. ― Ἐν ἐρωτήσεσιν εἰς τὸ πηλίκος ἀνταποκρίνεται τὸ τηλίκος ἢ τηλικοῦτος.