ἄκος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 [[οἶσε]] [[θέειον]], κακῶν [[ἄκος]], Iliad. 9, 250 [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' [[ἄκος]] [[εὑρεῖν]]; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; [[ἄκος]] τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; [[ἄκος]] δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a [[ἄκος]] ποιεῖσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0078.png Seite 78]] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 [[οἶσε]] [[θέειον]], κακῶν [[ἄκος]], Iliad. 9, 250 [[οὐδέ]] τι [[μῆχος]] ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' [[ἄκος]] [[εὑρεῖν]]; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; [[ἄκος]] τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; [[ἄκος]] δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a [[ἄκος]] ποιεῖσθαι.
}}
{{ls
|lstext='''ἄκος''': -εος, τό, ([[ἀκέομαι]]) = [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ἀνακούφισις]], καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν [[ἀργίας]] [[ἄκος]], Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς [[ἄκος]], ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. [[ἄκος]] εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ [[σημασία]], Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), [[ἄκος]] ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - [[ἄκος]] [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς [[εἶναι]] νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) [[μέσον]] δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.
}}
}}

Revision as of 11:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκος Medium diacritics: ἄκος Low diacritics: άκος Capitals: ΑΚΟΣ
Transliteration A: ákos Transliteration B: akos Transliteration C: akos Beta Code: a)/kos

English (LSJ)

εος, τό, (ἀκέομαι)

   A cure, remedy, c. gen. rei, κακῶν Od.22.481, etc.; νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71; κύβους . . τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4; κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj.363: abs., ἄ. εὑρεῖν Il.9.250; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp.367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg.910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr.121; ἄ. τομαῖον A.Ch.539: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to... Id.Pr.43.    2 means of obtaining a thing, c. gen., σωτηρίας E.Hel.1055.

German (Pape)

[Seite 78] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε θέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκος: -εος, τό, (ἀκέομαι) = θεραπεία, ἴασις, ἀνακούφισις, καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν ἀργίας ἄκος, Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς ἄκος, ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. ἄκος εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ σημασία, Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - ἄκος [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς εἶναι νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.