Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυμερής: Difference between revisions

From LSJ
(13_3)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0666.png Seite 666]] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος [[στοιχεῖον]] πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0666.png Seite 666]] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος [[στοιχεῖον]] πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
}}
{{ls
|lstext='''πολῠμερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμερής Medium diacritics: πολυμερής Low diacritics: πολυμερής Capitals: ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: polymerḗs Transliteration B: polymerēs Transliteration C: polymeris Beta Code: polumerh/s

English (LSJ)

ές, (μέρος)

   A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; -έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. -ρῶς Porph.Sent.34.    2 of divers kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. -ρῶς in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.

German (Pape)

[Seite 666] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.