πέτρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(13_2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πέτρωμα''': τό, ([[πετρόω]]) [[ὄγκος]] ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν [[πέτρωμα]] καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A mass of stone, ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1. II θανεῖν . . λευσίμῳ πετρώματι to die by stoning, E.Or.50,442.
German (Pape)
[Seite 606] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251.
Greek (Liddell-Scott)
πέτρωμα: τό, (πετρόω) ὄγκος ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν πέτρωμα καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442.