πομφόλυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
}}
{{bailly
|btext=υγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> bulle :<br /><b>1</b> bulle d’eau;<br /><b>2</b> goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, <i>particul.</i> efflorescence métallique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> ornement pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, être gonflé ; cf. <i>lat.</i> follis.
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφόλυξ Medium diacritics: πομφόλυξ Low diacritics: πομφόλυξ Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΞ
Transliteration A: pomphólyx Transliteration B: pompholyx Transliteration C: pomfolyks Beta Code: pomfo/luz

English (LSJ)

ῠγος, ἡ (ὁ, ἡ, acc. to Gal.13.639): (πομφός):—

   A bubble, Hp.Aph.7.34, Pl.Ti.66b, 83d, Thphr.Metaph.15, etc.; πομφόλυγες are the constituent parts of ἀφρός, Arist.GA735b12.    II boss of a shield, = ὀμφαλός, Hsch.; as architectural ornament, IG12.373.254 (pl.).    III ornament for the head worn by women, Ar.Fr.320.13, IG22.1524.50.    IV zinc oxide, Dsc.5.75, Paul.Aeg.7.17.

German (Pape)

[Seite 679] υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. πομφός), Blase, bes. Wasserblase, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων θόρυβος, Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, ὀμφαλός, wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie ὄγκος, Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

πομφόλυξ: -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· (πομφός)· ― ὡς τὸ φυσαλλίς, μάλιστα κυρίως πομφόλυξ ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες εἶναι αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες κόσμημα ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ ὀμφαλός, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ ὄγκος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πομφόλυξ· ὕδατος κάχλασμα, καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν διακενῆς φυσιωμένων λέγεται ἡ λέξις».

French (Bailly abrégé)

υγος (ἡ) :
I. bulle :
1 bulle d’eau;
2 goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, particul. efflorescence métallique;
II. p. anal. ornement pour la coiffure des femmes.
Étymologie: R. Φλυ, être gonflé ; cf. lat. follis.