θειασμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θειασμός''': [[ἔμπνευσις]] [[θεία]], [[ἐνθουσιασμός]], [[μαντεία]], [[ἄγαν]] θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.
|lstext='''θειασμός''': [[ἔμπνευσις]] [[θεία]], [[ἐνθουσιασμός]], [[μαντεία]], [[ἄγαν]] θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />superstition.<br />'''Étymologie:''' [[θειάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειασμός Medium diacritics: θειασμός Low diacritics: θειασμός Capitals: ΘΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: theiasmós Transliteration B: theiasmos Transliteration C: theiasmos Beta Code: qeiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A superstition, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, of Nicias, Th.7.50.    II inspiration, frenzy, θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες D.H.7.68; θειασμοῦ [ἐπιρρήματα], such as εὐοἵ, D.T.642.17.

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Begeisterung, Prophezeihung in der Begeisterung, Sp., wie D. Hal. 7, 68. Bes. Aberglaube; vom Nicias heißt es, er sei ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, Thuc. 7, 50; vgl. Plut. de Herod. malign. 2 Nic. 4.

Greek (Liddell-Scott)

θειασμός: ἔμπνευσις θεία, ἐνθουσιασμός, μαντεία, ἄγαν θειασμῷ προσκείμενος, ἐπὶ τοῦ Νικίου, Θουκ. 7. 50, πρβλ. 86· θειασμοῖς κάτοχοι γυναῖκες Διον. Ἁλ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
superstition.
Étymologie: θειάζω.