κύκνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύκνος''': ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] ἡ [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
|lstext='''κύκνος''': ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] ἡ [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cygne, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύκνος Medium diacritics: κύκνος Low diacritics: κύκνος Capitals: ΚΥΚΝΟΣ
Transliteration A: kýknos Transliteration B: kyknos Transliteration C: kyknos Beta Code: ku/knos

English (LSJ)

ὁ,

   A swan, Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Il.2.460, cf. Hes.Sc.316, Pl.R.620a, Eratosth.Cat.25, etc.; sacred to Apollo, Ar.Av.870, Pl.Phd.85b, Call.Ap.5: Com., βάτραχοι κ. Ar.Ra.207; κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον A.Ag.1444: hence, metaph., minstrel, bard, AP7.19 (Leon.).    II kind of ship, prob. from its prow being curved like a swan's neck, Nicostr.Com. 10.    III eye-salve, Gal.12.708, 759, etc. [ῡ by position in Ep.; ῠ Pi.O.2.82, Theoc.16.49 in pr. n. Κύκνος.]

German (Pape)

[Seite 1528] ὁ, der Schwan; δουλιχόδειρος Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον, wie ἀχέτας Eur. El. 151; πολιόχρως Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανθοῦσιν τρίχες Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Uebertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).

Greek (Liddell-Scott)

κύκνος: ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, ἀοιδός, ψάλτης, Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε κύκνειος καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. εἶδος πλοίου, πιθ. ἐπειδὴπρῷρα αὐτοῦ ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ λαιμὸς τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. κυκνοκάνθαρος. ΙΙΙ. εἶδος ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cygne, oiseau.
Étymologie: R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.