διαμερισμός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμερισμός''': ὁ, [[διαίρεσις]], Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. [[διαίρεσις]], [[διαφωνία]], [[ἀσυμφωνία]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51. | |lstext='''διαμερισμός''': ὁ, [[διαίρεσις]], Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. [[διαίρεσις]], [[διαφωνία]], [[ἀσυμφωνία]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> partage, distribution;<br /><b>2</b> division.<br />'''Étymologie:''' [[διαμερίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7. II dissension, Ev.Luc.12.51.
German (Pape)
[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.