Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
|lstext='''κατακτάομαι''': μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, [[καταλαμβάνω]] τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, [[αὐτόθι]] 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., [[κερδίζω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, [[κερδίζω]] ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ [[θέατρον]]·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> κατακτήσομαι, <i>ao.</i> κατεκτησάμην;<br />acquérir, conquérir ; posséder : <i>fig.</i> τὸ [[θέατρον]] ÉL conquérir <i>ou</i> gagner les spectateurs d’un théâtre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κτάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακτάομαι Medium diacritics: κατακτάομαι Low diacritics: κατακτάομαι Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kataktáomai Transliteration B: kataktaomai Transliteration C: kataktaomai Beta Code: katakta/omai

English (LSJ)

fut.

   A -κτήσομαι LXX 2 Ch.28.10:—get for oneself, win, κράτος, νοῦν, S.Aj.768, 1256; ἐγκλήματα, πλούτους, Th.4.86, Isoc.4.182: metaph., win over, gain completely, τὸ θέατρον Ael.VH3.8: aor. 2 Act. κατέκτην (as if from κατάκτημι) dub. in IG14.1934.    II Pass., τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα possessed by... Phld.Vit.Herc.1457.10: aor., D.S.16.56.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κτάομαι), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ θέατρον, er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάομαι: μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, καταλαμβάνω τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., κερδίζω πρὸς τὸ μέρος μου, κερδίζω ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ θέατρον·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. κατακτήσομαι, ao. κατεκτησάμην;
acquérir, conquérir ; posséder : fig. τὸ θέατρον ÉL conquérir ou gagner les spectateurs d’un théâtre.
Étymologie: κατά, κτάομαι.