ἔπακμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔπακμος''': -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων [[ἀκμήν]], δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», [[ἄκανθα]], Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C. | |lstext='''ἔπακμος''': -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων [[ἀκμήν]], δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», [[ἄκανθα]], Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />pointu, acéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀκμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀκμή)
A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.). II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.
German (Pape)
[Seite 896] 1) der Blüthe nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v. l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.