ἀκρατής: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) = [[ἀνίσχυρος]], [[ἀδύνατος]], [[γῆρας]], Σοφ. Ο. Κ. 1236· [[παιδία]], Ἱππ. Ἀφ. 1217· ἐπὶ παραλελυμένων μελῶν, Ἀρεταῖος Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. μ. γεν. πράγματος, ὁ μὴ ἔχων δύναμιν ἢ ἐξουσίαν ἐπί τινος πράγματος, Λατ. impotens, γλώσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 884· φωνῆς, Ἱππ. 447. 24· ὀργῆς, Θουκ. 3. 84· θυμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 869Α· ἀκρ. τῶν χειρῶν, ἐπὶ ἀνθρώπων ὧν αἱ χεῖρές εἰσι δεδεμέναι, Διον, Ἁλ. 1. 38· [[ὡσαύτως]], ἀκρατὴς ἐν τῇ χρήσει πράγματός τινος, ἀφροδισίων, οἴνου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 2, Οἰκ. 12. 11· [[οὕτως]], ἀκρ. κέρδους, [[τιμῆς]], ἀκρατὴς ἐν τῇ ἐπιδιώξει αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 7· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ. ἀκρ. πρὸς τὸν [[οἶνον]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 4, 2· περὶ τὰ πόματα ἀκ., Περὶ Μορ. Ζ. 4. 11. 5· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκρ. εἴργεσθαί τινος, [[ἀνίκανος]] νὰ ἀπέχηται ἀπό τινος, Πλάτ. Σοφ. 252C. 2) ἀπολ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ὢν [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[πάθη]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀσελγής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1 κἑξ., ἀκρ. [[στόμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 838· [[νηδύς]], Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α: - Ἐπίρρ., ἀκρατῶς ἔχειν προς τι, Πλάτ. Νόμ. 710Α. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀκυβέρνητος]], [[ἄμετρος]], [[δαπάνη]], Ἀνθ. Π. 9. 367· [[οὖρον]]... ἀκρατές, [[ἀκράτεια]] οὔρων, Ἀρεταῖος, Αἴτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· οὕτω κατ’ ἐπίρρ. ἀκρατὶ τὰ οὖρα ἐκχέειν, Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7.
|lstext='''ἀκρᾰτής''': -ές, ([[κράτος]]) = [[ἀνίσχυρος]], [[ἀδύνατος]], [[γῆρας]], Σοφ. Ο. Κ. 1236· [[παιδία]], Ἱππ. Ἀφ. 1217· ἐπὶ παραλελυμένων μελῶν, Ἀρεταῖος Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. μ. γεν. πράγματος, ὁ μὴ ἔχων δύναμιν ἢ ἐξουσίαν ἐπί τινος πράγματος, Λατ. impotens, γλώσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 884· φωνῆς, Ἱππ. 447. 24· ὀργῆς, Θουκ. 3. 84· θυμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 869Α· ἀκρ. τῶν χειρῶν, ἐπὶ ἀνθρώπων ὧν αἱ χεῖρές εἰσι δεδεμέναι, Διον, Ἁλ. 1. 38· [[ὡσαύτως]], ἀκρατὴς ἐν τῇ χρήσει πράγματός τινος, ἀφροδισίων, οἴνου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 2, Οἰκ. 12. 11· [[οὕτως]], ἀκρ. κέρδους, [[τιμῆς]], ἀκρατὴς ἐν τῇ ἐπιδιώξει αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 7· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ. ἀκρ. πρὸς τὸν [[οἶνον]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 4, 2· περὶ τὰ πόματα ἀκ., Περὶ Μορ. Ζ. 4. 11. 5· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκρ. εἴργεσθαί τινος, [[ἀνίκανος]] νὰ ἀπέχηται ἀπό τινος, Πλάτ. Σοφ. 252C. 2) ἀπολ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ὢν [[κύριος]] [[ἑαυτοῦ]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[πάθη]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀσελγής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1 κἑξ., ἀκρ. [[στόμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 838· [[νηδύς]], Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α: - Ἐπίρρ., ἀκρατῶς ἔχειν προς τι, Πλάτ. Νόμ. 710Α. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀκυβέρνητος]], [[ἄμετρος]], [[δαπάνη]], Ἀνθ. Π. 9. 367· [[οὖρον]]... ἀκρατές, [[ἀκράτεια]] οὔρων, Ἀρεταῖος, Αἴτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· οὕτω κατ’ ἐπίρρ. ἀκρατὶ τὰ οὖρα ἐκχέειν, Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans force ; impotent;<br /><b>2</b> qui ne se contient pas, intempérant : ἀκρατὴς γλώσσης ESCHL qui n’est plus maître de sa langue, qui parle au hasard ; ἀκρατὴς οἴνου XÉN qui use du vin avec excès ; ἀκρατὴς κέρδους, τιμῆς ARSTT avide de gain, d’honneurs.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κράτος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρατής Medium diacritics: ἀκρατής Low diacritics: ακρατής Capitals: ΑΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: akratḗs Transliteration B: akratēs Transliteration C: akratis Beta Code: a)krath/s

English (LSJ)

ές, (κράτος)

   A powerless, impotent, γῆρας S.OC1236; παιδία Hp.Aër.10; of paralysed limbs, IG4.951.22 (Epid.), Aret.SD1.7.    2 in Law, invalid, πρῆσις GDI5653 (Chios), cf. IG12(8).267.12 (Thasos).    II c. gen. rei, not having power or command over a thing, γλώσσης A.Pr.884; φωνῆς, παντὸς τοῦ σώματος, ἑωυτοῦ, Hp.Morb.1.3, Art.48, Morb.2.6; ὀργῆς Th.3.84; θυμοῦ Pl.Lg.869a; ἀ. τῶν χειρῶν, of persons with their hands tied, D.H.1.38; intemperate in the use of a thing, ἀφροδισίων, οἴνου, X.Mem.1.2.2, Oec.12.11; ἀ. κέρδους, τιμῆς intemperate in pursuit of them, Arist.EN1147b33; with Preps., ἀ. πρὸς τὸν οἶνον Id.HA594a10; περὶ τὰ πόματα Id.PA691a3: c. inf., ἀ. εἴργεσθαί τινος unable to refrain from... Pl.Sph.252c. Adv. -τῶς, Ion. -τέως, διακεῖσθαι Hp.Acut.(Sp.)55.    2 abs. in moral sense, without command over oneself or one's passions, incontinent, Arist.EN1145b11; ἀ. στόμα Ar.Ra.838; νηδύς Aristias 3. Adv. ἀκρατῶς, ἔχειν πρός τι Pl. Lg.710a.    3 of things, uncontrolled, immoderate, δαπάνη AP 9.367 (Luc.); οὖρον . . ἀκρατές incontinence of urine, Aret.SA1.6; cf. ἀκρᾰτί.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰτής: -ές, (κράτος) = ἀνίσχυρος, ἀδύνατος, γῆρας, Σοφ. Ο. Κ. 1236· παιδία, Ἱππ. Ἀφ. 1217· ἐπὶ παραλελυμένων μελῶν, Ἀρεταῖος Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. μ. γεν. πράγματος, ὁ μὴ ἔχων δύναμιν ἢ ἐξουσίαν ἐπί τινος πράγματος, Λατ. impotens, γλώσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 884· φωνῆς, Ἱππ. 447. 24· ὀργῆς, Θουκ. 3. 84· θυμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 869Α· ἀκρ. τῶν χειρῶν, ἐπὶ ἀνθρώπων ὧν αἱ χεῖρές εἰσι δεδεμέναι, Διον, Ἁλ. 1. 38· ὡσαύτως, ἀκρατὴς ἐν τῇ χρήσει πράγματός τινος, ἀφροδισίων, οἴνου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 2, Οἰκ. 12. 11· οὕτως, ἀκρ. κέρδους, τιμῆς, ἀκρατὴς ἐν τῇ ἐπιδιώξει αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 7· ὡσαύτως μετὰ προθ. ἀκρ. πρὸς τὸν οἶνον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 4, 2· περὶ τὰ πόματα ἀκ., Περὶ Μορ. Ζ. 4. 11. 5· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκρ. εἴργεσθαί τινος, ἀνίκανος νὰ ἀπέχηται ἀπό τινος, Πλάτ. Σοφ. 252C. 2) ἀπολ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ὢν κύριος ἑαυτοῦ, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ ἑαυτοῦ πάθη, ἀχαλίνωτος, ἀκράτητος, ἀσελγής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1 κἑξ., ἀκρ. στόμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838· νηδύς, Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α: - Ἐπίρρ., ἀκρατῶς ἔχειν προς τι, Πλάτ. Νόμ. 710Α. 3) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυβέρνητος, ἄμετρος, δαπάνη, Ἀνθ. Π. 9. 367· οὖρον... ἀκρατές, ἀκράτεια οὔρων, Ἀρεταῖος, Αἴτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· οὕτω κατ’ ἐπίρρ. ἀκρατὶ τὰ οὖρα ἐκχέειν, Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 sans force ; impotent;
2 qui ne se contient pas, intempérant : ἀκρατὴς γλώσσης ESCHL qui n’est plus maître de sa langue, qui parle au hasard ; ἀκρατὴς οἴνου XÉN qui use du vin avec excès ; ἀκρατὴς κέρδους, τιμῆς ARSTT avide de gain, d’honneurs.
Étymologie: ἀ, κράτος.