παρασπάω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασπάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], [[σύρω]] μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ [[μέρος]], ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = [[παρασπάς]], Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἀδίκους (πρβλ. [[ἀδάκρυτος]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).
|lstext='''παρασπάω''': μέλλ. -άσω [ᾰ], [[σύρω]] μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ [[μέρος]], ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = [[παρασπάς]], Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἀδίκους (πρβλ. [[ἀδάκρυτος]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tirer de côté, acc. ; <i>fig.</i> entraîner;<br /><b>2</b> détacher en tirant de côté <i>fig.</i> : τινα γνώμης SOPH détourner qqn d’une résolution;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρασπάομαι-ῶμαι détacher en tirant à soi <i>fig.</i> : τινά τινος détacher une personne d’une autre en l’attirant à soi ; [[τί]] τινος arracher une chose d’une autre en la tirant à soi.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σπάω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπάω Medium diacritics: παρασπάω Low diacritics: παρασπάω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΑΩ
Transliteration A: paraspáō Transliteration B: paraspaō Transliteration C: paraspao Beta Code: paraspa/w

English (LSJ)

fut. -άσω [σπᾰ] S. OC1185 :—

   A draw forcibly aside, wrest aside, Id.El.732 ; τὸ παρασπώμενον, = παρασπάς, Thphr.HP2.1.3 : metaph., τινὰ πρὸς βίαν π. γνώμης S.OCl.c. ; ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, i.e. ὥστε εἶναι ἀδίκους (cf. ἀδάκρυτος) Id.Ant.792 (lyr.) ; κρίσιν Phld.Rh.1.174 S. :—Med., παρασπᾶσθαί τινά τινος detach him from another's side to one's own, X.HG 4.8.33, cf. D.1.3 ; π. λόγου detract from an argument, Pl.Sph.241c ; μαντικῆς ἴχνος παρεσπάσατο Iamb.Myst.3.27 :—Pass., παρεσπασμένος pulled away, of a circle viewed obliquely, Euc.Opt.36.    II cull for oneself, Iamb.VP1.1.

German (Pape)

[Seite 499] (σπάω), verziehen, bei Seite ziehen, wegreißen; ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ, Soph. El. 732; übertr., οὐ γάρ σε πρὸς βίαν παρασπάσει γνώμης, O. C. 1185; τῶν Αἰολίδων πόλεων παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου, Xen. Hell. 4, 8, 33, von ihm abziehen, zum Abfall von ihm bewegen; τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων, Dem. 1, 3; Pol. 18, 34, 5 u. A.; auch mit dem bloßen gen., Plat. Soph. 241 c.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], σύρω μεθ’ ὁρμῆς πλαγίως, κατὰ μέρος, ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς Σοφ. Ἠλ. 732· τὸ παρασπώμενον = παρασπάς, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 3· μεταφορ., π. τινα γνώμης πρὸς βίαν Σοφ. Ο. Κ. 1185· ἀδίκους φρένας παρασπᾷς, ὃ ἐστί, ὥστε εἶναι ἀδίκους (πρβλ. ἀδάκρυτος), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 792· - Μέσ., παρασπῶμαί τινά τινος, ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος πρὸς ἐμαυτόν, παρεσπᾶτό τινας τοῦ Φαρναβάζου Ξενοφ. Ἑλλ. 4. 8, 33, πρβλ. Δημ. 10. 6· π. λόγου, ἀποσπῶ ἐξ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Σοφιστ. 241C (ἔνθα ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς αὐτοπαθές, ἀποσπῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, ἀποσύρομαι).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tirer de côté, acc. ; fig. entraîner;
2 détacher en tirant de côté fig. : τινα γνώμης SOPH détourner qqn d’une résolution;
Moy. παρασπάομαι-ῶμαι détacher en tirant à soi fig. : τινά τινος détacher une personne d’une autre en l’attirant à soi ; τί τινος arracher une chose d’une autre en la tirant à soi.
Étymologie: παρά, σπάω.