χάϊος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάϊος''': [ᾱ], -α, -ον, [[γνήσιος]], [[ἀληθής]], [[ἀγαθός]], [[Λάκων]]. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, [[αὐτόθι]] 1157· Ἀναξαγόρου [[τρόφιμος]] χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. [[βαθυχάϊος]]· ― φέρεται καὶ [[χαός]], όν· χαοὶ οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[χάσιος]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·
|lstext='''χάϊος''': [ᾱ], -α, -ον, [[γνήσιος]], [[ἀληθής]], [[ἀγαθός]], [[Λάκων]]. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, [[αὐτόθι]] 1157· Ἀναξαγόρου [[τρόφιμος]] χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. [[βαθυχάϊος]]· ― φέρεται καὶ [[χαός]], όν· χαοὶ οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[χάσιος]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />respectable, noble, bon.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de clair.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάϊος Medium diacritics: χάϊος Low diacritics: χάϊος Capitals: ΧΑΪΟΣ
Transliteration A: cháïos Transliteration B: chaios Transliteration C: chaios Beta Code: xa/i+os

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον,

   A genuine, true, good, Lacon. word in Ar.Lys.91; Comp. χαϊώτερος ib.1157; Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Alex.Aet.7 (Valck. for ἀρχαίου); cf. βαθυχάϊος:—also χᾱός, όν, χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν the good men of olden time, Theoc.7.5, ubi v. Sch., cf. χάσιος.

German (Pape)

[Seite 1324] ΐα, ϊον, echt, edel, gut, lakonisches Wort bei Ar. Lys. 90, χαϊώτερος 1157, aber mit zweideutiger Anspielung auf χάω, χαίνω, aufklaffend. Die Gramm. erwähnen noch χαός, χαιός, χάσιος, vgl. Lob. Phryn. 404.

Greek (Liddell-Scott)

χάϊος: [ᾱ], -α, -ον, γνήσιος, ἀληθής, ἀγαθός, Λάκων. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 91· Συγκρ. χαϊώτερος, αὐτόθι 1157· Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαΐου Ἀλέξανδρ. Αἰτωλ. παρὰ τῷ Gell. 15. 20 (ὡς ὁ Valck. ἀντὶ ἀρχαίου)· πρβλ. βαθυχάϊος· ― φέρεται καὶ χαός, όν· χαοὶ οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι τῶν παλαιῶν χρόνων, Θεόκρ. 7. 5, ἔνθα ἴδε Σχολ.· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει χάσιος, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401·

French (Bailly abrégé)

α, ον :
respectable, noble, bon.
Étymologie: DELG rien de clair.