ἐρατός: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρᾰτός''': -ή, -όν, ([[ἐράω]]) [[ἐπέραστος]], [[χαρίεις]], [[ἐράσμιος]], [[ἐπαφρόδιτος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δῶρ’ ἐρατά... χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64.· ἔργ’ ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 879· [[φιλότης]] [[αὐτόθι]] 970· [[χέλυς]], [[φωνή]], [[πόλις]] Ὁμ. Ὕμν.· [[χῶρος]] Ἀρχίλ. 18· [[αἰδώς]], [[κῶμος]] Πινδ. Π. 9. 20, Ι. 2. 45· [[συχνάκις]] δὲ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]] ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, στήθεα Αἰσχύλ. Θήβ. 864· [[λέχος]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 915· μολπὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 718· ὕμνοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 993: - ἐπὶ προσ., φυὴν ἐρατὴ Ἡσ. Θ. 259, 355· νέοι ἄνδρες ἐρατοὶ Θέογν. 242· [[παῖς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 120, πρβλ. 6. 74: - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐρατὸν κιθαρίζειν, ἐρασμίως, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, 455. 3) [[ἀγαπητός]], ἀνδράσι μὲν θνητὸς [[ἰδεῖν]] ἐρατὸς δὲ γυναιξὶ Τυρταῖος 7. 29. - Πρβλ. [[ἐραννός]], [[ἐρατεινός]]· οἱ τοῦ πεζοῦ λόγου τύποι [[εἶναι]], [[ἐραστός]], [[ἐράσμιος]]. | |lstext='''ἐρᾰτός''': -ή, -όν, ([[ἐράω]]) [[ἐπέραστος]], [[χαρίεις]], [[ἐράσμιος]], [[ἐπαφρόδιτος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δῶρ’ ἐρατά... χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64.· ἔργ’ ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 879· [[φιλότης]] [[αὐτόθι]] 970· [[χέλυς]], [[φωνή]], [[πόλις]] Ὁμ. Ὕμν.· [[χῶρος]] Ἀρχίλ. 18· [[αἰδώς]], [[κῶμος]] Πινδ. Π. 9. 20, Ι. 2. 45· [[συχνάκις]] δὲ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]] ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, στήθεα Αἰσχύλ. Θήβ. 864· [[λέχος]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 915· μολπὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 718· ὕμνοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 993: - ἐπὶ προσ., φυὴν ἐρατὴ Ἡσ. Θ. 259, 355· νέοι ἄνδρες ἐρατοὶ Θέογν. 242· [[παῖς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 120, πρβλ. 6. 74: - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐρατὸν κιθαρίζειν, ἐρασμίως, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, 455. 3) [[ἀγαπητός]], ἀνδράσι μὲν θνητὸς [[ἰδεῖν]] ἐρατὸς δὲ γυναιξὶ Τυρταῖος 7. 29. - Πρβλ. [[ἐραννός]], [[ἐρατεινός]]· οἱ τοῦ πεζοῦ λόγου τύποι [[εἶναι]], [[ἐραστός]], [[ἐράσμιος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> aimable, charmant;<br /><b>2</b> aimé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἔραμαι)
A lovely, of places and things, δῶρ' ἐρατὰ..χρυσέης Ἀφροδίτης Il.3.64 ; ἔργ' ἀνθρώπων Hes.Th.879 ; φιλότης ib.970 ; χέλυς, φωνή, πόλις, h.Merc.153,426, h.Ap.477 ; βᾶμα beloved footfall, Sapph.Supp.5.17 ; χῶρος Archil.21.4 ; ἔπεα Alcm.45 ; ὄψ B.16.129 ; νίκα Corinn.Supp.1.24 ; αἰδώς, κῶμοι, Pi.P.9.12,I.2.31 ; ὠδίς Id.O.6.43 : Sup., παίδων -ώτατον ἄνθος AP12.151 : used by Trag. in Lyr., στήθεα A.Th.864 (anap.); λέχος E.Heracl.915 ; μολπαί Id.El.718 (s.v.l.); ὕμνοι Ar.Th.993 ; of persons, φυὴν ἐρατή Hes.Th. 259,355 ; νέοι ἄνδρες ἐ. Thgn.242 ; παῖς Pi.O.10 (11).99 : neut. as Adv., ἐρατὸν κιθαρίζειν h.Merc.423,455. 2 beloved, ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν ἐ. δὲ γυναιξί Tyrt.10.29. —Ep. and Lyr. word.
German (Pape)
[Seite 1018] ή, όν, = ἐραστός, geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνθρώπων Hes. Th. 879; φιλότης 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος 259; φάος Pind. Ol. 11, 78; παῖς 11, 103; ὠδίς 6, 43; ἐρατῶν στηθέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον ἄνθος Ep. ad. 29 (XII, 151).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰτός: -ή, -όν, (ἐράω) ἐπέραστος, χαρίεις, ἐράσμιος, ἐπαφρόδιτος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δῶρ’ ἐρατά... χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64.· ἔργ’ ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 879· φιλότης αὐτόθι 970· χέλυς, φωνή, πόλις Ὁμ. Ὕμν.· χῶρος Ἀρχίλ. 18· αἰδώς, κῶμος Πινδ. Π. 9. 20, Ι. 2. 45· συχνάκις δὲ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· ὡσαύτως ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, στήθεα Αἰσχύλ. Θήβ. 864· λέχος Εὐρ. Ἡρακλ. 915· μολπὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 718· ὕμνοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 993: - ἐπὶ προσ., φυὴν ἐρατὴ Ἡσ. Θ. 259, 355· νέοι ἄνδρες ἐρατοὶ Θέογν. 242· παῖς Πινδ. Ο. 10 (11). 120, πρβλ. 6. 74: - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐρατὸν κιθαρίζειν, ἐρασμίως, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, 455. 3) ἀγαπητός, ἀνδράσι μὲν θνητὸς ἰδεῖν ἐρατὸς δὲ γυναιξὶ Τυρταῖος 7. 29. - Πρβλ. ἐραννός, ἐρατεινός· οἱ τοῦ πεζοῦ λόγου τύποι εἶναι, ἐραστός, ἐράσμιος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 aimable, charmant;
2 aimé de, τινι.
Étymologie: adj. verb. de ἐράω.