ἐπίσκηψις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσκηψις''': -εως, ἡ, [[διαταγή]], [[ἐντολή]], [[παραγγελία]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[καταγγελία]] ἥτις [[εἶναι]] τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ [[ἐναντίον]] τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· [[ὡσαύτως]] ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. [[ἐπισκήπτω]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἐπίσκηψις''': -εως, ἡ, [[διαταγή]], [[ἐντολή]], [[παραγγελία]], τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, [[καταγγελία]] ἥτις [[εἶναι]] τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ [[ἐναντίον]] τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· [[ὡσαύτως]] ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. [[ἐπισκήπτω]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation, adjuration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκήπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκηψις Medium diacritics: ἐπίσκηψις Low diacritics: επίσκηψις Capitals: ΕΠΙΣΚΗΨΙΣ
Transliteration A: epískēpsis Transliteration B: episkēpsis Transliteration C: episkipsis Beta Code: e)pi/skhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A injunction, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.Dio11.    II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, esp. in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol.1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ., D.47.72.

German (Pape)

[Seite 979] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκηψις: -εως, ἡ, διαταγή, ἐντολή, παραγγελία, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταγγελία ἥτις εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ ἐναντίον τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· ὡσαύτως ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. ἐπισκήπτω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation, adjuration.
Étymologie: ἐπισκήπτω.