ἐπίσσυτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσσῠτος''': -ον, ([[ἐπισεύω]], ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· [[βίαιος]], [[αἰφνίδιος]], δύαι [[αὐτόθι]] 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., [[ὁρμητικός]], φρένας [[ἐπίσσυτος]] Εὐρ. Ἱππ. 574.
|lstext='''ἐπίσσῠτος''': -ον, ([[ἐπισεύω]], ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· [[βίαιος]], [[αἰφνίδιος]], δύαι [[αὐτόθι]] 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., [[ὁρμητικός]], φρένας [[ἐπίσσυτος]] Εὐρ. Ἱππ. 574.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jaillit avec force ; violent, soudain;<br /><b>2</b> qui fond sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισσεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσσῠτος Medium diacritics: ἐπίσσυτος Low diacritics: επίσσυτος Capitals: ΕΠΙΣΣΥΤΟΣ
Transliteration A: epíssytos Transliteration B: epissytos Transliteration C: epissytos Beta Code: e)pi/ssutos

English (LSJ)

ον, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι)

   A rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.