ὁπηνίκα: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπηνίκᾰ''': Δωρ. ὁπᾱνίκα, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ [[πηνίκα]], καθ’ ὁποίαν ὥραν, καθ’ ὁποίαν ἡμέραν, καθ’ ὁποῖον [[σημεῖον]] τοῦ χρόνου καὶ ὁρίζει τὸν χρόνον ἀκριβέστερον τοῦ [[ὁπότε]], Σοφ. Ο. Κ. 434, Θουκ. 4. 125, Θεόκρ. 23. 33· ἂν καὶ [[ἐνίοτε]] δὲν δύναται νὰ διακριθῇ ἀπὸ τοῦ [[ὁπότε]] (Λοβ. εἰς Φρύν. 50), Πλάτ. Ἄλκ. 1. 105D· [[ὁπότε]] καὶ ὁπ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ὁπ. ἄν, καθ’ οἱανδήποτε ὥραν ἢ καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Σοφ. Φ. 464. 2) ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι ..., καὶ ὁπ. ἀπιέναι Αἰσχίν. 2. 15· [[οὕτως]] ἐν ἀποκρίσει πρὸς εὐθεῖαν ἐρώτησιν, πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - [[ὁπηνίκα]]; - τί ὥρα [[εἶναι]]; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1499. 3) [[μετὰ]] γεν., οὐδεὶς οἶδ’ ὁπ. ἐστι τοὐνιαυτοῦ, τί ὥρα τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 476. 7· ὁπ. τῆς ὥρας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 18 ΙΙ. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ..., καὶ [[ὁπηνίκα]] ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκὼς Δημ. 230. 1, πρβλ. 527. 23. | |lstext='''ὁπηνίκᾰ''': Δωρ. ὁπᾱνίκα, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ [[πηνίκα]], καθ’ ὁποίαν ὥραν, καθ’ ὁποίαν ἡμέραν, καθ’ ὁποῖον [[σημεῖον]] τοῦ χρόνου καὶ ὁρίζει τὸν χρόνον ἀκριβέστερον τοῦ [[ὁπότε]], Σοφ. Ο. Κ. 434, Θουκ. 4. 125, Θεόκρ. 23. 33· ἂν καὶ [[ἐνίοτε]] δὲν δύναται νὰ διακριθῇ ἀπὸ τοῦ [[ὁπότε]] (Λοβ. εἰς Φρύν. 50), Πλάτ. Ἄλκ. 1. 105D· [[ὁπότε]] καὶ ὁπ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ὁπ. ἄν, καθ’ οἱανδήποτε ὥραν ἢ καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Σοφ. Φ. 464. 2) ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι ..., καὶ ὁπ. ἀπιέναι Αἰσχίν. 2. 15· [[οὕτως]] ἐν ἀποκρίσει πρὸς εὐθεῖαν ἐρώτησιν, πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - [[ὁπηνίκα]]; - τί ὥρα [[εἶναι]]; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1499. 3) [[μετὰ]] γεν., οὐδεὶς οἶδ’ ὁπ. ἐστι τοὐνιαυτοῦ, τί ὥρα τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 476. 7· ὁπ. τῆς ὥρας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 18 ΙΙ. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ..., καὶ [[ὁπηνίκα]] ἐφαίνετο [[ταῦτα]] πεποιηκὼς Δημ. 230. 1, πρβλ. 527. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv. relat.</i><br />quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηνίκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ὁπᾱνίκα, Adv., relat. and indirect interrog.,
A at what point of time, at what hour, on what day, more precise than ὁπότε, S. OC434, Th.4.125, Theoc.23.33 ; though sts. it cannot be distd. from ὁπότε, Pl.Alc.1.105d, Jul.Or.7.204a, al. ; ὁπότε καὶ ὁ. Pl.Lg.772d ; ὁ. ἄν at whatever hour or time, S.Ph.464 ; whenever, PGiss.53.3 (iv A. D.); simply, when, LXX 4 Ma.2.16. 2 in indirect questions, in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας ;— ὁπηνίκα; what time of day is it ?—what time, do you say ? Ar.Av. 1499. 3 c. gen., οὐδεὶς οἶδ' ὁ. ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ what time of year, Id.Fr.569.7. II with conditional or causal force, ὁ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς when once it was seen that... D.18.14, cf. 21.42.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πηνίκα, dann wann, zu welcher Zeit, relat. u. indirect fragend; Soph. O. C. 435; ὡς ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἧμιν εἴκῃ, τηνικαῦθ' ὁρμώμεθα, Phil. 462; ὁπηνίκα; Ar. Av. 1499; ἐθύσαντο ὅπως, ὁπηνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας, τὴν πορείαν ποιοῖντο, Xen. An. 3, 5, 18, zu welcher Stunde sie auch wollten; Plat. Legg. VI, 772 d; Dem. 21, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπηνίκᾰ: Δωρ. ὁπᾱνίκα, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ πηνίκα, καθ’ ὁποίαν ὥραν, καθ’ ὁποίαν ἡμέραν, καθ’ ὁποῖον σημεῖον τοῦ χρόνου καὶ ὁρίζει τὸν χρόνον ἀκριβέστερον τοῦ ὁπότε, Σοφ. Ο. Κ. 434, Θουκ. 4. 125, Θεόκρ. 23. 33· ἂν καὶ ἐνίοτε δὲν δύναται νὰ διακριθῇ ἀπὸ τοῦ ὁπότε (Λοβ. εἰς Φρύν. 50), Πλάτ. Ἄλκ. 1. 105D· ὁπότε καὶ ὁπ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ὁπ. ἄν, καθ’ οἱανδήποτε ὥραν ἢ καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Σοφ. Φ. 464. 2) ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι ..., καὶ ὁπ. ἀπιέναι Αἰσχίν. 2. 15· οὕτως ἐν ἀποκρίσει πρὸς εὐθεῖαν ἐρώτησιν, πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - ὁπηνίκα; - τί ὥρα εἶναι; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1499. 3) μετὰ γεν., οὐδεὶς οἶδ’ ὁπ. ἐστι τοὐνιαυτοῦ, τί ὥρα τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 476. 7· ὁπ. τῆς ὥρας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 18 ΙΙ. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ..., καὶ ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκὼς Δημ. 230. 1, πρβλ. 527. 23.
French (Bailly abrégé)
adv. relat.
quand, lorsque.
Étymologie: corrélat. de πηνίκα.