πηνίκα

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίκα Medium diacritics: πηνίκα Low diacritics: πηνίκα Capitals: ΠΗΝΙΚΑ
Transliteration A: pēníka Transliteration B: pēnika Transliteration C: pinika Beta Code: phni/ka

English (LSJ)

interrog. Adv. correl. to τηνίκα and ἡνίκα,
A at what precise point of time? at what hour? Luc.Sol.5; π. μάλιστα; about what o'clock is it? Pl.Cri.43a, cf. Aeschin.1.9, Plu.Cat.Mi.13; πηνίκ' ἄττα; at about what hour? Ar.Av.1514; in full, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; ib.1498; π. τῆς νυκτός; Anon. ap. Suid.
2 in indirect questions, ἐρωτᾷ π. δεῖπνόν ἐστι Men.367.
II generally, for πότε; when? D.18.313, Philostr.VA4.25, Luc.Tim.4, etc.
2 in an indirect question, φυλάττει πηνίκ' ἔσεσθε μεστοί D.18.308.

German (Pape)

[Seite 611] adv., wie an der Zeit? bei den Att. immer in Beziehung auf eine bestimmte Tageszeit, Morgen, Mittag, Abend; πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Ar. Av. 1498; Eccl. 827; Plat. Crit. A. πηνίκα μάλιστα; Folgde, z. B. Luc. soloec. 5; Phryn. p. 49 πηνίκα μὴ εἴπῃς ἀντὶ τοῦ πότε· ἔστι γὰρ ὥρας δηλωτικόν, wo Lob. zu vergleichen.

French (Bailly abrégé)

adv. interr.
1 à quelle heure ? πηνίκα μάλιστα ; PLAT quelle heure est-il au plus ?;
2 postér. quand ? à quelle époque ?
Étymologie: *πός, ἡνίκα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίκα [~ πῶς, ἡνίκα] adv. interrog., op welk moment?, hoe laat?:; πηνίκ’ ἄττα; hoe laat ongeveer? Aristoph. Av. 1514; πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας wat is de tijd van de dag? Aristoph. Av. 1498; σύ... πηνίκα λαμπρός; wanneer schitterde jij? Dem. 18.313; indir.. φυλάττει πηνίκ’ ἔσεσθε μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος hij wacht op het ogenblik dat jullie je buik vol hebben van de man die onafgebroken het woord heeft Dem. 18.308.

Russian (Dvoretsky)

πηνίκα: adv. interr.
1 какое время дня (ночи), который час: π. μάλιστα; Plat. или πηνίκ᾽ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Arph. который, собственно, час?;
2 (= πότε) когда: π. παύσεται; Luc. когда (это) кончится?

Greek (Liddell-Scott)

πηνίκα: Ἐπίρρ. ἐρωτηματ. συσχετ. τῶν λέξεων τηνίκα καὶ ἡνίκα, κυρίως κατὰ ποῖον χρονικὸν σημεῖον, κατὰ ποίαν ὥραν; Λατ. quota hora? Λουκ. Σολοικ. 5, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 50, (ἐν ᾧ διὰ τοῦ πότε ἐρωτᾶται καθόλουχρόνος), πηνίκα μάλιστα· τί ὥρα περίπου εἶναι; Πλάτ. Κρίτων ἐν ἀρχ., πρβλ. Αἰσχίν. 2. 16, Πλούτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13· οὕτω, πηνίκ’ ἄττα; κατὰ ποίαν περίπου ὥραν; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1514· πλῆρες: πηνίκ᾿ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; αὐτόθι 1498· π. τῆς νυκτός; Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 2) εἰς πλαγίας ἐρωτήσεις, οὐκ ἐρωτᾷ πηνίκα δεῖπνόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3. ΙΙ. καθόλου ἀντὶ τοῦ πότε; Δημ. 329. 23, Φιλόστρ. 165, Λουκ. Τίμων 4, κτλ. 2) οὕτως εἰς πλαγ. ἐρωτήσεις, φυλάττει πηνίκ᾿ ἔσεσθε μεστοὶ Δημ. 328. 6.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.)
2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» — τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.)
3. φρ. «πηνίκ' ἄττα;» — κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.)
4. αντί του πότε; («πηνίκα πεύσεται... παρορώμενα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- της ερωτηματ. αντων. (πρβλ. ποίος, πότερος) + χρον. σύνδ. ἡνίκα «ενώ, όταν»].

Greek Monotonic

πηνίκα: ερωτημ. συσχετ. επίρρ. με τηνίκα και ἡνίκα,
I. κυρίως, σε ποια χρονική στιγμή; σε ποια ώρα; Λατ. quota hora?σε Λουκ.· πηνίκα μάλιστα; περίπου τί ώρα είναι; σε Πλάτ.· ομοίως, πηνίκ' ἄττα; σε Αριστοφ.· πλήρες πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; στον ίδ.
II. γενικά, αντί πότε; σε Δημ.· ομοίως, σε πλάγια ερώτηση, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: when? (Att.)
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- who?
Etymology: From the interrog. pron. after ἡνίκα.

Middle Liddell

I. interrog. adv., correl. to τηνίκα, ἡνίκα, properly at what point of time? at what hour? Lat. quota hora? Luc.; πηνίκα μάλιστα; about what o'clock it is? Plat.; so, πηνίκ' ἄττα; Ar.; in full, πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Ar.
II. generally, for πότε; Dem.:—so, in an indirect question, Dem.

English (Woodhouse)

at what hour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)