ἀντιπράσσω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπράσσω''': Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· [[μετὰ]] αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., [[πράττω]] κατά τινος, ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = [[ἀντιστασιώτης]], Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51. | |lstext='''ἀντιπράσσω''': Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· [[μετὰ]] αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., [[πράττω]] κατά τινος, ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = [[ἀντιστασιώτης]], Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l’encontre de, τινι;<br /><b>2</b> s’opposer à;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιπράσσομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω,
A act against, seek to counteract, τινί X.Ath.2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι Arist.Pol.1320a6, etc. 2 abs., act in opposition, D.32.14; ὁ ἀντιπρήσσων, = ἀντιστασιώτης, Hdt.1.92; ἀ. τι oppose in any way, X.HG2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.Rh.1379a13; conflict with, tell against a theory, Demetr.Lac.Herc.1055.20:—Med., X. Hier.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπράσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., πράττω κατά τινος, ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιπράξω;
1 agir à l’encontre de, τινι;
2 s’opposer à;
Moy. ἀντιπράσσομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, πράσσω.