ἀντιστασιώτης

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστᾰσιώτης Medium diacritics: ἀντιστασιώτης Low diacritics: αντιστασιώτης Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΩΤΗΣ
Transliteration A: antistasiṓtēs Transliteration B: antistasiōtēs Transliteration C: antistasiotis Beta Code: a)ntistasiw/ths

English (LSJ)

ἀντιστασιώτου, ὁ, one of the opposite faction or party, Hdt.1.92, 4.164, X.An.1.1.10, Aen.Tact. 11.7, etc.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ miembro del partido opuesto πιεζόμενος ὑπὸ τῶν οἴκοι ἀντιστασιωτῶν X.An.1.1.10, cf. Hdt.1.92, 4.164, 5.69, Philoch.160, Aen.Tact.11.7, Polyaen.8.23.30, D.C.73.4.2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
adversaire politique.
Étymologie: ἀντίστασις.

German (Pape)

ὁ, Einer von der Gegenpartei, Her. 1.92, 4.164; Xen. Hell. 7.1.31 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστᾰσιώτης: ου ὁ сторонник враждебной партии, противник Her., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστασιώτης: -ου, ὁ, ἐκ τῆς ἐναντίας στασιαζούσης φατρίας, Ἡρόδ. 1. 92., 4. 164, Ξεν. Ἀν. 1.1, 10, κτλ.

Greek Monolingual

ἀντιστασιώτης, ο (Α) αντίστασις
αυτός που ανήκει στην αντίθετη, στην αντιμαχόμενη παράταξη.

Greek Monotonic

ἀντιστᾰσιώτης: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει σε αντίπαλη φατρία ή κόμμα, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

one of the opposite faction or party, Hdt., Xen.