εἶναι: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_5)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον.
|lstext='''εἶναι''': ἀπαρ. τοῦ [[εἰμὶ]] ([[ὑπάρχω]]). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι ([[ἔνθα]] κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ [[πρόσειμι]], [[πλησιάζω]]) πιθανῶς [[εἶναι]] ἐφθαρμένον.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. de</i> [[εἰμί]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

εἶναι: ἀπαρ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω). ΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 τῷ προσιόντι προσεῖναι (ἔνθα κεῖται αντὶ του προσιέναι, ἀπαρ. τοῦ πρόσειμι, πλησιάζω) πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον.

French (Bailly abrégé)

inf. de εἰμί.