θυμαλγής: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμαλγής''': -ές, ([[ἀλγέω]]) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ [[αὐτόθι]] 118· δεσμῷ Χ. 139· [[μῦθος]] Θ. 272· [[ἔπος]] Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[θυμηδής]], [[θυμήρης]]. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031. | |lstext='''θῡμαλγής''': -ές, ([[ἀλγέω]]) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ [[αὐτόθι]] 118· δεσμῷ Χ. 139· [[μῦθος]] Θ. 272· [[ἔπος]] Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις [[θυμηδής]], [[θυμήρης]]. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> douloureux, affligeant;<br /><b>2</b> affligé.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἀλγέω)
A heart-grieving, χόλος Il.4.513; λώβη 9.387, Od.20.285; μῦθος, ἔπος, 8.272, 16.69, Hdt.1.129; μέρμηραι IG14.1942.11. II Pass., inly grieving, [καρδία] A.Ag.1031 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1222] ές, herzkränkend; χόλος Il. 4, 513; λώβη 9, 387 Od. 18, 347; ὕβρις 23, 64; δεσμός 22, 189; κάματος 20, 285; ἔπος, μῦθος, 16, 69. 8, 272, wie Her. 1, 129; sp. D., z. B. μέρμηραι Ep. ad. 718 (App. 349). – Auch καρδία, Schmerz empfindend, Aesch. Ag. 1002.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμαλγής: -ές, (ἀλγέω) θλίβων τὴν ψυχήν, χόλον θυμαλγέα Ἰλ. Δ. 513· λώβην Ι. 387· ὕβριν Ὀδ. Ψ. 64· λώβης Υ. 285· καμάτῳ αὐτόθι 118· δεσμῷ Χ. 139· μῦθος Θ. 272· ἔπος Π. 69· λέγων θυμαλγέα ἔπεα Ἡρόδ. 1. 129· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λέξεις θυμηδής, θυμήρης. ΙΙ. Παθ., ἐσωτερικῶς θλιβόμενος, καρδία Αἰσχύλ. Ἀγ. 1031.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 douloureux, affligeant;
2 affligé.
Étymologie: θυμός, ἀλγέω.