παραδύομαι: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδύομαι''': μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - [[παρεισδύνω]], ἢ κατ’ ἄλλους [[παρέρχομαι]] λαθραίως, [[ταῦτα]] δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ [[παραδύομαι]] Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον [[ἐκεῖνος]] εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ [[παρανομία]] λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον [[ὅπως]] μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα [[αὐτόθι]] 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3. | |lstext='''παραδύομαι''': μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - [[παρεισδύνω]], ἢ κατ’ ἄλλους [[παρέρχομαι]] λαθραίως, [[ταῦτα]] δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ [[παραδύομαι]] Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) [[ὑπεισέρχομαι]], κρυφίως [[εἰσέρχομαι]], λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον [[ἐκεῖνος]] εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ [[παρανομία]] λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον [[ὅπως]] μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα [[αὐτόθι]] 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραδύσομαι, <i>ao.2</i> παρέδυν;<br />pénétrer en se glissant, se glisser, s’insinuer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
Med. with intr. aor. Act. παρέδυν (v. infr.): pf.
A παραδέδῡκα Aeschin.3.37:—creep, slink, or steal past, ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι... στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il.23.416; ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar.Ec.55. 2 creep or steal in, ἐς τὰν ἀκοάν Archyt.1; ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο D.18.79; ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Pl.R.424d, cf. Arist.Pol.1307b32; ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα Pl.R.421e, cf. Aeschin. l. c.; π. ἐπί τι D.22.48.
German (Pape)
[Seite 478] mit aor. II. act. παρέδυν (s. δύω), daneben hineingehen; στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι, Il. 23, 416; παρέδυν, Ar. Eccl. 55; εἰς τὴν πόλιν παραδύντα, Plat. Rep. IV, 421 e; ἡ παρανομία ῥᾳδίως λανθάνει παραδυομένη, IV, 424 d; παρέδυ ἐπὶ τὴν εἴσπραξιν, Dem. 24, 160; εἶθ' ὅταν παραδύῃ τὸ οἰνάριον, Ath. XIII, 607 c.
Greek (Liddell-Scott)
παραδύομαι: μέσ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. ἀορ. παρέδυν· - παρεισδύνω, ἢ κατ’ ἄλλους παρέρχομαι λαθραίως, ταῦτα δ’ ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι …, στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύομαι Ἰλ. Ψ. 416· ἐκδρᾶσα παρέδυν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. 2) ὑπεισέρχομαι, κρυφίως εἰσέρχομαι, λαθραίως εἰσδύω, ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο Δημ. 252. 3· ἡ παρανομία λανθάνει παραδυομένη Πλάτ. Πολ. 424D· ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα αὐτόθι 421Ε· π. ἐπί τι Δημ. 608. 3· - οὕτω παραδύνω, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 3.
French (Bailly abrégé)
f. παραδύσομαι, ao.2 παρέδυν;
pénétrer en se glissant, se glisser, s’insinuer.
Étymologie: παρά, δύομαι.