ἀόριστος: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀόριστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, [[ἀόριστος]], [[ἄδηλος]]. Πλάτ. Νόμ. 916D, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. [[ἀνεξέταστος]], ἄτακτος, [[ἀδιόρθωτος]], Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ [[ἀξίωμα]] ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: [[ἀβέβαιος]], ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. [[ὄνομα]], τὸ μὴ ὡρισμένον, [[οἷον]] οὐκ [[ἄνθρωπος]], τὸ γὰρ οὐκ [[ἄνθρωπος]], [[ὄνομα]] μὲν οὐ [[λέγω]], ἀλλ’ ἀόριστον [[ὄνομα]] ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. [[χρόνος]]) Γραμμ. | |lstext='''ἀόριστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, [[ἀόριστος]], [[ἄδηλος]]. Πλάτ. Νόμ. 916D, [[συχνάκις]] παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. [[ἀνεξέταστος]], ἄτακτος, [[ἀδιόρθωτος]], Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ [[ἀξίωμα]] ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: [[ἀβέβαιος]], ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. [[ὄνομα]], τὸ μὴ ὡρισμένον, [[οἷον]] οὐκ [[ἄνθρωπος]], τὸ γὰρ οὐκ [[ἄνθρωπος]], [[ὄνομα]] μὲν οὐ [[λέγω]], ἀλλ’ ἀόριστον [[ὄνομα]] ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. [[χρόνος]]) Γραμμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non limité;<br /><b>2</b> indéfini, indéterminé ; <i>t. de gramm.</i> ὁ [[ἀόριστος]] ([[χρόνος]]) l’aoriste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὁρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without boundaries, debatable, γῆ Th.1.139. 2 limitless, ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι, Epicur.Fr.202,203. II indeterminate, Pl.Lg.643d, Arist.Metaph. 1087a17, al.; οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀ. D.4.36; ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα ibid.; ἀ. ἀξιώματα indefinite propositions, Chrysipp.Stoic.2.5,al.; ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενον, opp. ὡρισμένον, Epicur. Nat.p.31 G.; ἀ. [ἄρχων] one who holds office without limit of time, Arist.Pol.1275a26; uncertain, ζωῆς τελευτή AP9.499: Comp. πρόληψις Phld.Rh.2.189S., cf. Plot.3.9.2. Adv. -τως Pl.Lg.916e, Arist. Cat.8b9,al. 2 ἀ. ὄνομα or ῥῆμα an indefinite term, as οὐκ-ἄνθρωπος Id.Int.16a32, 16b14; of pronouns, A.D.Pron.7.1, al. 3 ὁ ἀ. (sc. χρόνος) the aorist tense, D.T.638.24, A.D.Synt.276.5,al.
German (Pape)
[Seite 272] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόριστος: -ον, ὁ ἄνευ ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀόριστος, ἄδηλος. Πλάτ. Νόμ. 916D, συχνάκις παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. ἀνεξέταστος, ἄτακτος, ἀδιόρθωτος, Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: ἀβέβαιος, ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. ὄνομα, τὸ μὴ ὡρισμένον, οἷον οὐκ ἄνθρωπος, τὸ γὰρ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνομα μὲν οὐ λέγω, ἀλλ’ ἀόριστον ὄνομα ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. χρόνος) Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non limité;
2 indéfini, indéterminé ; t. de gramm. ὁ ἀόριστος (χρόνος) l’aoriste.
Étymologie: ἀ, ὁρίζω.