ἀποπίμπλημι: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β. | |lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀποπλήσω]], <i>etc.</i><br />remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίμπλημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
later ἀπο-πιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀπο-άω:—
A fill up a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας Hdt.7.29. II satisfy, fulfil, in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96. 2 satisfy, appease, ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. Grg.492a,al. 3 satisfy an inquirer, τινά Id.Cra.413b.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπίμπλημι: καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. ὡσαύτως ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω, ὥστε ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, καταπραΰνω, ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πληρόω 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπλήσω, etc.
remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.
Étymologie: ἀπό, πίμπλημι.