ἀποκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκαθίζω''': κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. [[καθίζω]] [[ὅπου]] τύχῃ [[ὅπως]] ἀναπαυθῶ, [[ὥσπερ]] ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν [[πολλάκις]] ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
|lstext='''ἀποκαθίζω''': κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. [[καθίζω]] [[ὅπου]] τύχῃ [[ὅπως]] ἀναπαυθῶ, [[ὥσπερ]] ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν [[πολλάκις]] ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> ἀποκαθίσας;<br />s’asseoir à terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καθίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαθίζω Medium diacritics: ἀποκαθίζω Low diacritics: αποκαθίζω Capitals: ΑΠΟΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: apokathízō Transliteration B: apokathizō Transliteration C: apokathizo Beta Code: a)pokaqi/zw

English (LSJ)

   A sit apart, of a judge, ἐν τῷ γυμνασίῳ Plb.31.6.3.    II sit down, Plu.2.649c; of the uterus, slip down, Sor. 2.85.

German (Pape)

[Seite 305] (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαθίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάθημαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαθίζω: κάθημαί που ἢ εἰς παράμερον θέσιν, ἀποκαθίσας ἐν τῷ γυμνασίῳ Πολύβ. 31. 10, 3. ΙΙ. καθίζω ὅπου τύχῃ ὅπως ἀναπαυθῶ, ὥσπερ ὁδοιπόρου δι’ ἀσθένειαν πολλάκις ἀποκαθίζοντος Πλούτ. 2. 649Β.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀποκαθίσας;
s’asseoir à terre.
Étymologie: ἀπό, καθίζω.